Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου
και φάνη ο μέγας κόσμος·
μέσα στο λίκνο της χαράς,
έχασα τη φωνή μου.
Τρέκλιζα ενώ χορεύανε
γύρω μου οι μαργαρίτες
και για να πάω στην εκκλησιά
κρατιόμουν απ’ τα στάχυα.
Και στην ποδιά της Παναγιάς
έγειρα το κεφάλι μου
που έξω απ’ την πόρτα μάζευε
για τα μαλλιά της ρόδα.
Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου