(10 Δεκεμβρίου 1830 - 15 Μαΐου 1886)
Σαν σήμερα , 15 Μαΐου του 1886,ταξίδεψε για την Αιωνιότητα η αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον,που κατά την διάρκεια της Ζωής της ήταν σχεδόν ανώνυμη.
Σήμερα θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα.
Σήμερα θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα.
Η ποιήτρια, αφέθηκε στην καθαρά πνευματική εμπειρία του ποιήματος, αυτό που η ίδια ονομάζει «έκσταση».
Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε σαν την «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»
Ανεπηρέαστη από τη γνώμη των πολλών και ελεύθερη από κάθε υστεροβουλία, μπόρεσε να δημιουργήσει μία τελείως προσωπική ποίηση, τόσο πρωτοποριακή, που αργά αργά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα άρχισε να αναγνωρίζεται και είναι μόλις το 1994 που ο μέγας και πολύς Χάρολντ Μπλουμ τη χαρακτήρισε σαν την «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης»
Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι των γονιών της στο Άμερστ και ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε ανέκδοτη και κρυμμένη μέχρι και το θάνατό της.
Εξαίρεση αποτέλεσαν μονάχα πέντε ποιήματα, από τα οποία τρία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας.
Τα ποιήματά της όσο κι αν αποκαλούνται σκοτεινά και με ν βαριά θεματολογία, στην πραγματικότητα έχουν μια παιγνιώδη διάθεση, γιατί κατάφερε να διασώσει το παιδί που ήταν, να μη το σκοτώσει με αντάλλαγμα την κοινωνική επιτυχία, στην οποία αντιστάθηκε με απαράμιλλο θάρρος.
Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα. Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.
Άντεξε το σταυρό της γεροντοκόρης, της κοινωνικά απομονωμένης και το χειρότερο απ` όλα, της ποιήτριας που τα ποιήματά της θεωρούνται απαράδεκτα. Σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι η εμπειρία του θανάτου στην οποία τόσο συχνά αναφέρεται είναι αυτή η αναχώρηση από τον κόσμο, η χριστιανική απάρνηση του εαυτού, το θάψιμο του ατομικιστικού-ναρκισσιστικού εγώ, χάριν της πνευματικής ανάπτυξης. Αγνόησε όλες τις υποδείξεις που της έγιναν για να γίνουν τα ποιήματά της αποδεκτά από περιοδικά και ανθολογίες της εποχής και συνέχισε να γράφει όπως την ικανοποιούσε εκείνην. Γιατί στα ελάχιστα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, της άλλαζαν τις ομοιοκαταληξίες, ολόκληρες λέξεις, της «συμμόρφωναν» δηλαδή το ποίημα που η πρωτοτυπία του προκαλούσε αμηχανία. Κλείστηκε κι αυτή στον εαυτό της και ακολούθησε το δικό της γούστο αναπτύσσοντας τις πρωτοποριακές της τεχνικές, σπάζοντας το ρυθμό όπως η ίδια αισθανόταν, ταιριάζοντας μη ολοκληρωμένες ομοιοκαταληξίες, τελειώνοντας τους στίχους με παύλες, αρχίζοντας με κεφαλαίο γράμμα όποια λέξη ήθελε να τονίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτη αυτή οδήγησε την αγγλική ποίηση στον ελεύθερο στίχο. Ακόμα έσπασε τους συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες όπου έκρινε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την οικονομία του ποιήματος, άφησε τον εαυτό της τελείως ελεύθερο ποιητικά, αφού δεν είχε τίποτα να χάσει, δεν περίμενε την επιβεβαίωση κανενός, ώστε έφτασε τελείως μόνη της στην περιοχή της νεωτερικότητας που οι άλλοι θα έφταναν πολύ αργότερα.
Η ποίησή της αντανακλά τη μοναξιά που ένιωθε η ίδια, αλλά και στιγμές έμπνευσης που δίνουν ίσως μια αίσθηση ευτυχίας. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το θρησκευτικό συντηρητισμό της οικογένειάς της, αλλά και του αστικού πουριτανικού περιβάλλοντος της πόλης όπου ζούσε, ενώ φαίνεται να αντλεί επιρροές και από τους Μεταφυσικούς Άγγλους ποιητές του 17ου αιώνα. Θαύμαζε τον Τζον Κητς και τους Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ.
H Ντίκινσον ήταν ιδιαίτερα παραγωγική στον αριθμό των ποιημάτων της, που ξεπερνούν τα 800 και συχνά τα έστελνε μέσω αλληλογραφίας σε φίλους της, ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε ευρέως κατά τη διάρκεια της ζωής της. Πέθανε στο Άμερστ το 1886 και ο πρώτος τόμος ποιημάτων της εκδόθηκε μετά θάνατον το 1890 κι ο τελευταίος το 1955.
Ποιήματα σε μετάφραση από την Αγγλική γλώσσα:
«Compensation»
For each ecstatic instant
We must an anguish pay
In keen and quivering ratio
To the ecstasy.
For each beloved hour
Sharp pittances of years,
Bitter contested farthings
And coffers heaped with tears.
«Αντιστάθμιση»
Κάθε εκστατική στιγμή
Πρέπει να την πληρώσουμε με οδύνη
Σε αναλογία οξεία και τρεμάμενη
Με την έκσταση.
Για κάθε ώρα λατρευτή
Χρόνια ζωής με πενταροδεκάρες
Με πικρό αγώνα αποκτημένες
Και σεντούκια γεμάτα δάκρυα.
«The heart asks pleasure first»
The heart asks pleasure first,
And then, excuse from pain;
And then, those little anodynes
That deaden suffering,
And then, to go to sleep;
And then, if it should be
The will of its Inquisitor,
The liberty to die.
The heart asks pleasure first,
And then, excuse from pain;
And then, those little anodynes
That deaden suffering,
And then, to go to sleep;
And then, if it should be
The will of its Inquisitor,
The liberty to die.
«Τη χαρά πρώτα ζητά η καρδιά »
(1η μετ. - ελεύθερη)
Τη χαρά πρώτα ζητά η καρδιά
Μετά τη θλίψη ν'αποφεύγει
Κι έπειτα εκείνα τα μικρά παυσίπονα
Που ξεγελούν τον πόνο.
Ύστερα, να πάει να κοιμηθεί
Και τελικά, αν είναι δυνατόν,
Το θέλημα τ'Αφέντη της
Την άδεια να πεθάνει.
Την ηδονή πρώτα ζητά η καρδιά
(2η μετ. - πιστή)
Και μετά την οδύνη ν'αποφεύγει
Και μετά εκείνα τα μικρά παυσίπονα
που εξασθενούν τον πόνο.
Και μετά, να πάει να κοιμηθεί
Και μετά, αν είναι δυνατόν,
Το θέλημα του ιεροεξεταστή της
Την ελευθερία να πεθάνει.
«Parting»
My life closed twice before its close;
It yet remains to see
If Immortality unveil
A third event to me,
So huge, so hopeless to conceive,
As these that twice befell.
Parting is all we know of heaven,
And all we need of hell.
«Χωρισμός»
Δύο φορές τέλειωσε η ζωή μου, προτού τελειώσει,
Μένει ακόμη να φανεί
Εάν η Αθανασία μου αποκαλύψει
Ένα τρίτο γεγονός
Τόσο μεγάλο, τόσο δύσκολο να το συλλάβει κανείς
Όσο αυτά που ήδη έτυχαν δύο φορές
Ο χωρισμός είναι όλα όσα ξέρουμε για τον παράδεισο,
Και όλα όσα χρειαζόμαστε από την κόλαση.