Ημέρα που αγάπησα, τα μάτια σου σφαλώ, σου στρώνω
απαλά τα βλέφαρα και σου σταυρώνω τα χέρια.
Βαθαίνουν του σύθαμπου οι σταχτιοί πέπλοι, τα χρώματα ατονούν.
Σου φέρνω αλαφροσήκωτη στους αναδιπλωμένους άμμους,
όπου καρτερεί η βάρκα σου, με άχνη αφροτυλιγμένη,
στεφανωμένη με τα τεφρά θαλάσσια φύκια. Εκεί,
δίχως φόβο μην κοιμηθείς η ελπίδα να ξυπνήσεις,
θα σε αποθέσω. Και απάνω στην ακίνητη θάλασσα, σιγαλά,
χέρια αχνά θα λάμνουνε το ξόδι σου, πέρα από την όρασή μας,
ενώ με απλωμένα χέρια και μάτια αδειανά θ’ αγναντεύομε
από την αστραφτερή αμμουδιά.
Πέρα απ’ το φευγαλέο λυκόφως, κατά κει
όπου δε φτάνει το γέλιο, μηδέ δάκρυ, πέρα από το όνειρο,
δεν είν’ εκεί λιμάνι κανένα, μηδέ αυγινά νησιά, εξόν μουντό,
λυγρό σκοτείνιασμα και, ξώμακρα, η φλόγα η στερνή του πόντου.
Ω, στερνή φωτιά - κ’ εσύ , αφίλητη, άκλαυτη εκεί!
Ω του μοναχικού δρόμου η στερνή πυρά. Κ’ εμείς όχι εκεί να κλάψουμε.
(Σε ηύραμε χλωμή κι αμίλητη και ανθοστεφανωμένη
και πάσχιζες να κρυφτείς σαν παιδί. Και ήρθες μαζί μας,
με τις νεαρές ώρες, που ορχούνταν, αγκαλιασμένη,
ψηλά στις πλαγιές την αυγή). Άδειοι τώρα και ζοφεροί
οι σταχτιοί άμμοι καμπυλώνονται εμπρός μου…
Από τα βοσκολίβαδα, που μοσκοβολούν
του Θεριστή τριφύλλι, πλακώνει το σκοτάδι και γεμίζει
την κούφια, νεκρήν όψη της θάλασσας με σερνάμενους ίσκιους
και η λευκή σιωπή τα κούφια χαμοβούνια πλημμυρίζει.
Πλάι στη φωλιά κονεύει κάθε αποσταμένη φτερούγα,
σώπασαν όλες οι χαρωπές φωνές. Κ’ εμείς που σε αγαπούσαμε
τραβούμε κατά την ανατολή, στο σπίτι, μόνοι κι αναθυμούμαστε…
Μέρα που έχω αγαπήσει, μέρα που έχω αγαπήσει, εδώ είναι η νύχτα.