Συλλογιέμαι καμμιά φορά τους ανθρώπους που γνώρισα,
τους συντρόφους στα παιδικά χρόνια, τις πέτρες που μαζεύαμε όταν
έβρεχε
και τις ακουμπάγαμε κάτω απ’ τα υπόστεγα, μην κρυώσουν,
άλλοι πέθαναν, άλλοι βούλιαξαν μες στη ζωή, άλλοι πάτησαν πάνω μου
να περάσουν,
τους συντρόφους στη μάχη, πάνω στο χιόνι ή σ’ ένα πρόχειρο αμπρί,
εκείνους που δε γύρισαν, αυτούς που λιποτάχτησαν, τους άλλους
που συνθηκολόγησαν. Συλλογιέμαι τους συντρόφους μου στη φυλακή,
τα τσιγάρα που μοιραζόμαστε, τη μοναξιά,
που έμενε στον καθένα ολόκληρη δική του, τα μακρόσυρτα βλέμματα απ’
το παράθυρο
και κείνους τους αδάκρυτους σιωπηλούς αποχαιρετισμούς
με τους μελλοθάνατους, Άνθρωποι μεγαλόψυχοι ή τιποτένιοι, ανυπεράσπιστοι
ή δυνατοί
αφήνοντας ο ένας μέσα στον άλλο, όλα όσα του έδωσε
ή του αρνήθηκε. Τόσα λόγια, τόσες χειρονομίες, τόσα πρόσωπα μέσα μου
που πια δεν είμ’ εγώ.
Κι εσύ αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο.