Τὰνησιὰτῆς Ἑλλάδας! ὦνησιὰβλογημένα,
Ποῦμὲἀγάπη καὶφλόγα μιὰΣαπφὼτραγουδοῦσε,
Ποῦπολέμων κ'εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα,
Ποῦτὸφέγγος του ὁΦοῖβος ἀπ'τὴΔῆλο σκορποῦσε!
Ἄχ, ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰτώρα,
Μὰβασίλεψαν ὅλα, ὅλα τἄλλα σας δῶρα!
Καὶτῆς Χίος τὴΜοῦσα, καὶτῆς Τέως τὴλύρα,
Ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,
Σὲἄλλους τόπους γιὰφήμη τὰμετάφερε ἡΜοῖρα,
Γιατί ἡμαύρη τους μάννα μήτε ἄζοῦνε δὲρώτα!
Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴΔύση
Ἀπ'ἐκεῖποῦἀνθίζαν τῶ«Μακάρων αἱνῆσοι».
Τὰβουνὰτὸμεγάλο Μαραθώνα θωρᾶνε,
Κ'ἡἀθάνατη βλέπει τὰπελάγη κοιλάδα.
Ἐδῶπέρα μονάχος συλλογιόμουν πῶς νἆναι
Θὰμποροῦσε καὶπάλε μιὰἐλεύτερη Ἑλλάδα!
Γιατὶπῶς νὰκοιτάζω τὸΠερσάνικο μνῆμα,
Καὶνὰλέγω πῶς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς κ'ἐγὼθῦμα!
Στὸν γκρεμνὸποῦἀντικρύζει τὴμικρὴΣαλαμῖνα,
Μιὰφορὰβασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
Δίχως τέλος καράβια μὲτἀμέτρητα ἐκεῖνα
Μαζευόντανε πλήθη. Εἶταν ὅλα δικά του.
Τὴν αὐγὴμὲκαμάρι τὰμετροῦσε ἐκεῖπέρα,
Μὰτί γένηκαν ὅλα σάνε βράδιασε ἡμέρα!
Ποῦεἶν'ἐκεῖνα! Ποῦεἶναι, ὦπατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ἀκρογιάλι ἐβωβάθη!
Τῶν παλιῶν τῶν ἡρώων ἕνας μῦθος δὲμένει,
Τῆς μεγάλης καρδιᾶς τους κάθε χτύπος ἐχάθη.
Καὶτὴλύρα σου ἀκόμα τὴν ἀφῆκες, ὠημένα!
Ἀπ'τοὺς θείους σου ψάλτες νὰξεπέσῃσ'ἐμένα!
Μὲς στὸν ἄδοξο δρόμο ποῦμιὰτύχη μὲσέρνει
Μὲφυλὴποῦσηκώνει τῆς σκλαβιᾶς ἁλυσίδα,
Κάποιο βάλσαμο κρύφιο στὸτραγούδι μου φέρνει
Ἡντροπὴποῦμὲπιάνει γιὰμιὰτέτοια πατρίδα!
Καὶτί νἄχῃἐδῶἄλλο ποιητὴς παρὰμόνο
Γιὰτοὺς Ἕλληνες πίκρα, γιὰτὴχώρα τους πόνο!
Πρέπει τάχα νὰκλαῖμε μεγαλεῖα χαμένα,
Καὶντροπὴνὰμᾶς βάφῃἀντὶς αἷμα, σὰν πρῶτα;
Βγάλε, ὦγῆς δοξασμένη, ἀπ'τὰσπλάχνα σου ἕνα
Ἱερὸἀπομεινάρι τῶν παιδιῶν τοῦΕὐρώτα!
Ἀπ'ἐκειοὺς τους Τρακόσους τρεῖς ἄν ἔρθουνε, φτάνουν
Ἄλλη μιὰΘερμοπύλα στὰβουνά σου νὰκάνουν.
Πῶς! Ἀκόμα σωπαίνουν; Πῶς! Ἀκόμα συχάζουν;
Ὄχι, ὄχι! Ἀκούγω τὶς ψυχὲς ἀπ'τὸν ᾍδη
Σὰν ποτάμι ποῦτρέχει μακρινὰ, νὰφωνάζουν:
«Ἕνας μόνο ἄς σαλέψῃζωντανὸς, καὶκοπάδι
Ἀπ'τῆγῆς ἀποκάτου λεβεντιὰξεκινοῦμε.
Εἶναι αὐτοὶποῦκοιμοῦνται· ἐμεῖς ἀκομα σ'ἀκοῦμε!»
Ἄχ, τοῦκάκου, τοῦκάκου! ἄλλες λύρες στὰχέρια!
Μὲσαμιώτικο τώρα τὸποτήρι ἄς γεμίσῃ.
Ἄφινε αἷμα καὶμάχες γιὰτὰτούρκικα ἀσκέρια,
Καὶκαθένας τὸαἷμα τοῦἀμπελιοῦτου ἄς μᾶς χύσῃ!
Δές τους! Ὅλοι ξυπνᾶνε καὶπετοῦν ὡς ἀπάνω,
Τοῦμικρόψυχου Βάκχου τὸἐγκώμιο σὰν κάνω!
Τὸν Πυρρίχιο χορό σας ὡς τὰτώρα βαστᾶτε,
ἩΠυρρίχια ἡ«φάλαγξ» ποῦνὰπῆγε, καημένοι!
Ἀπὸδυὸτέτοια δῶρα πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε
Ποῦψυχὲς ἀντρειώνει καὶκαρδιὲς ἀνεσταίνει!
Καὶτὰγράμματα ἀκόμα ἑνὸς Κάδμου κρατεῖτε·
Τάχα νἆταν γιὰσκλάβους τὰψηφιά του θαρρεῖτε;
ΤὸΣαμιώτικο χύνε στὸποτήρι ὡς τὰχείλη!
Ὄξω οἱλῦπες! Ἐλᾶτε μὲτὴν πλώσκα γεμάτη!
Ἔτσι ἔψελνε ὁθεῖος Ἀνακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος εἶταν κ'ἐκεῖνος, μὰἑνὸς Πολυκράτη.
Ἀπὸξένους τυράννους δὲν ἐγνώριζαν τότες·
Εἶταν αἷμα δικό τους, σὰν κι αὐτοὺς πατριῶτες.
ΤὴΧερσόνησο ἕνας μιὰφορὰτυραννοῦσε,
Μὰδιαφέντευε πρῶτος τὰκαλὰ, τὴν τιμή της.
Μιλτιάδη τὸν λέγαν. Ἄχ, καὶπάλε νὰζοῦσε!
Ἕνα ἄς εἶχε ἡπατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλιὰς σὰν κ'ἐκεῖνον ποιό λαὸδὲμαγεύει!
Βασιλιὰς ποῦμὲἀγάπη μοναχὴσὲδεσμεύει.
Στὸποτήρι μου πάλε τὸΣαμιώτικο χύνε!
ΣτὸΣουλιώτικο βράχο, πρὸς τῆς Πάργας τὸχῶμα,
Γενεὰσιδερένια ὡς τὰσήμερα εἶναι,
Ποῦἀπὸμάννες Δωρίδες λὲς καὶβγαίνει ἀκόμα.
Ἴσως μένει ἐκεῖπέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
Ποῦθὰδείξῃἄδὲν εἶναι Ἡρακλείδικο γένος.
Ἀπ'τοὺς ἄπιστους Φράγκους λευτεριὰμὴζητᾶτε!
Ἐκεῖζοῦν ἡγεμόνες ποῦπουλοῦν κι ἀγοράζουν.
Μὲδικό σας τουφέκι καὶσπαθὶπολεμᾶτε!
Αὐτοῦθἄβρετ'ἐλπίδα, κι ὅ,τι θέλουν ἄς τάζουν.
Ζυγὸς Τούρκου, μὲΦράγκου πονηριὰσὰν ταιριάσουν
Τὴν ἀσπίδα, ὅσο νἆναι δυνατὴ, θὰτὴσπάσουν.
ΜὲΣαμιώτικο πάλε τὸποτήρι ἄς γεμίσῃ!
Μὲς στὸν ἴσκιο χορεύουν οἱκοπέλλες μας πάλι·
Σὰν τὰμαῦρα τους μάτια δὲν εἶδε ἄλλα ἡφύση,
Μὰσὰβλέπω τὴνιότη καὶτἀφρᾶτα τους κάλλη,
Τὸδικό μου τὸμάτι τὸθολώνει μιὰστάλα,
Ποῦγιὰσκλάβους τὸθένε τῶβυζιῶν τους τὸγάλα!
ΣτοῦΣουνιοῦθὰκαθίσω τὸμαρμάρινο βράχο,
Σύντροφό μου τὸκῦμα τοῦΑἰγαίου θὰκάνω,
Αὐτὸἐμένα νἀκούγῃ, κ'ἐγὼἐκεῖνο μονάχο,
Κ'ἐκεῖἀπάνω σὰν κύκνος μὲτραγούδι ἄς πεθάνω.
Δὲσηκώνει ἡψυχή μου σκλάβα γῆ! Χτύπα κάτω
Τῆς σκλαβιᾶς τὸποτήρι, κι ἄς πάῃνἆναι γεμᾶτο!
Διαβάστε το αφιέρωμά μου στο Λόρδο Βύρωνα:
Ολόκληρο το ποίημα , "Ωδήν εις τον θάνατον του Λόρντ Μπάυρον"του Διονύσιου Σολωμού,
αφού πατήστε πάνω στον σύνδεσμο
Το γνωμικό της ημέρας με αφορμή την γενέθλια ημέρα γεννήσεως του Λόρδου Βύρωνα 22 Ιανουαρίου 1788.
Λόγια Σοφίας του Λόρδου Βύρωνα
Το γνωμικό της ημέρας 19-4 , με αφορμή το θάνατο του
Λόρδου Βύρωνα ,του μεγάλου Φιλέλληνα.