Με γυροφέρνει η άνοιξη
αλλά εγώ άλλη φορά, πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.
Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
Τα όνειρα που είδα αποδειχτήκαν ανυπόληπτα:
πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.
Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε, ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε, περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλες διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.
Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
Μια νεραντζιά με κοίταξε με διάθεση υπόπικρη,
και μου ‘κλεισε το δρόμο μια μυρωδιά επιστροφής.
Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό
μαζί και με τις νεραντζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λύπης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα
-γι αυτά πληρώνεις-, μου παίρνει ένα μέλλον.”
(Από τα Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος.)