Όμως
ποια να ’σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
–με τόση λάμψη τόση μουσική–
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ’ αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ’ αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά;
Μ’ αυτή την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί στο βλέμμα μου η μορφή σου;
Ποιον ουρανό; Ποια μακρινή πατρίδα;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
–σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο–
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ·
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω.