« Ποιητής- Έπαρχος»
Και πάλιν, πάλιν έγγραφα και πάλιν βδελυγμίαι,
Και πάλιν φράσεις τυπικαί, ανούσιαι και κρύαι.
Οποίος μέγας φάκελλος κλειστός με περιμένει,
Ως έχιδνα υπό ψυχράν χιόνα κεκρυμμένη!
Και να τον ίδω δεν τολμώ, ουχί να τον ανοίξω·
Τον κομιστή του μ'έρχεται κλητήρα μου να πνίξω,
Και πάλιν φράσεις τυπικαί, ανούσιαι και κρύαι.
Οποίος μέγας φάκελλος κλειστός με περιμένει,
Ως έχιδνα υπό ψυχράν χιόνα κεκρυμμένη!
Και να τον ίδω δεν τολμώ, ουχί να τον ανοίξω·
Τον κομιστή του μ'έρχεται κλητήρα μου να πνίξω,
Τον του Επάρχου απεχθή διορισμόν να σχίσω,
Και τρέχων προς την θάλασσαν χωρίς να σταματήσω,
Με πρώτον πλοίον να ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Το Επαρχείον παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Μάτην, ώ Μούσα, έρχεσαι το τέκνον σου ζητούσα·
Αντί του ψάλτου Έπαρχον εμπρός σου βλέπεις, Μούσα·
Κ'ενώ με δίδετ'εκ χειρός τόσον σεπτής η λύρα,
Ογκώδη αίφνης φάκελλον λαμβάνω εις την χείρα.
Αντί της Μούσης είς κλητήρ ζωώδης επαρχείου,
Αντί επών εγκύκλιοι νεκραί του υπουργείου,
Αντί της ιεράς φλογός ο δήμαρχος Ανάφης!...
Τοιούτου είδους κόλασιν, ώ Δάντη περιγράφεις;
Ω, και με λέμβον θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τους φακέλλους μου εις του λουτρού το κρύα.
Προχθές με παρεφύλαττεν η πονηρά μου Μούσα,
Κ'εφλόγισε τα στήθη μου προδοτικώς ελθούσα·
Κ'έψαλλα πάλιν· «αγαπώ το μύρον των ανθέων,
«Τον ρύακα της εξοχής, την αύραν των ορέων...»
Οπότε ως διάβολον εξαίφνης, παρ'ελπίδα,
Ενός χωρίου πάρεδρον ενώπιόν μου είδα!
Και Μούσα, μέτρα, και ρυθμός με άφησαν υγείαν,
Παγώσαντα εις την μορφήν αυτού την ηλιθίαν.
Μετά σχεδίας θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον πάρεδρόν μου παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Χθες πάλιν ανεγίνωσκα τον Βύρωνα κρυφίως,
Οπότε με κατέλαβε γραφεύς τις αιφνιδίως.
Επ'αυτοφώρω συλληφθείς εις τόσην καταισχύνην,
Ερυθριάσας άφησα τον Βύρωνα μ'οδύνην.
Εις του γεννάδα την μορφήν η έκπληξις εφάνη·
Φευ, έβλεπε τον Βύρωνα αντί του Δελιγιάννη
Νομοθεσίαν... Έπαρχος ν'αναγινώσκη έπη!
Και ο γραφίσκος έκτοτε κατώτερον με βλέπει...
Ω, θέλω πέσει κολυμβών εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τον γραφίσκον μου εις του λουτρού το κρύα.
Και μη με κράζουν Έπαρχον εις το γραφείον μόνον;
Φευ, το πτωχόν μου όνομα στερούμαι τόσον χρόνον!
«Κύριε Έπαρχε!» εδώ, εκεί, εις κάθε μέρος·
Υπάγω εις περίπατον να πνεύσω ελευθέρως,
Τσουφ! καλοκάγαθος αστός δειλώς εμπρός μου νεύει,
Και αν ο Όθων, μ'ερωτά, εισέτι βασιλεύη.
Φεύγω, δημαστυνόμος τις ασθμαίνων μοι αγγέλλει,
Πως τακτικώς πάσαν αυγήν ο Φοίβος ανατέλλει!
Ως ο Αρίων θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον νέον παραιτών Φωσέ εις του λουτρού το κρύα.
Είν'άνοιξις, και τον σωρόν αφείς των εγκυκλίων,
Μετέβην εις ανθόστρωτον αλλοφρονών πεδίον
Κ'ερρέμβαζα ως άλλοτε... Α, τί ευδαίμων ήμην!
Πλην ράσον από ατραπόν προέκυψεν ερήμην,
Και μοναχός μετά στιγμήν από το γήρας τρέμων·
Φευ, ήθελε τον έπαρχον ο ρασοφόρος δαίμων.
Μ'εζήτει, θέλων δι'αυτόν να γράψω εις Αθήνας,
Πως δεν αρνείτ'Επίσκοπος να γίνη και της Κίνας!
Θα σχίσω μ'αερόστατον τα κυανά πεδία,
Αφίνων τον καλόγηρον εις του λουτρού το κρύα.
Την λύραν σου εκρέμασες εις ειρηνοδικείον
Βασιλειάδη δυστυχή, κ'εγώ εις επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά πρωίαν,
Έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την υπαλληλίαν,
Τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν οπίσω;
Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν θ'αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύω Σούτσων μοίραν
Θα φέρω κ'εις τον τάφον μου παρήγορον την λύραν.―
Ω, σας αφίνω· χαίρετε, πρωτόκολλα, γραφεία·
Διότι σβύνετ'η πυρά εις του λουτρού το κρύα!
Και τρέχων προς την θάλασσαν χωρίς να σταματήσω,
Με πρώτον πλοίον να ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Το Επαρχείον παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Μάτην, ώ Μούσα, έρχεσαι το τέκνον σου ζητούσα·
Αντί του ψάλτου Έπαρχον εμπρός σου βλέπεις, Μούσα·
Κ'ενώ με δίδετ'εκ χειρός τόσον σεπτής η λύρα,
Ογκώδη αίφνης φάκελλον λαμβάνω εις την χείρα.
Αντί της Μούσης είς κλητήρ ζωώδης επαρχείου,
Αντί επών εγκύκλιοι νεκραί του υπουργείου,
Αντί της ιεράς φλογός ο δήμαρχος Ανάφης!...
Τοιούτου είδους κόλασιν, ώ Δάντη περιγράφεις;
Ω, και με λέμβον θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τους φακέλλους μου εις του λουτρού το κρύα.
Προχθές με παρεφύλαττεν η πονηρά μου Μούσα,
Κ'εφλόγισε τα στήθη μου προδοτικώς ελθούσα·
Κ'έψαλλα πάλιν· «αγαπώ το μύρον των ανθέων,
«Τον ρύακα της εξοχής, την αύραν των ορέων...»
Οπότε ως διάβολον εξαίφνης, παρ'ελπίδα,
Ενός χωρίου πάρεδρον ενώπιόν μου είδα!
Και Μούσα, μέτρα, και ρυθμός με άφησαν υγείαν,
Παγώσαντα εις την μορφήν αυτού την ηλιθίαν.
Μετά σχεδίας θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον πάρεδρόν μου παραιτών εις του λουτρού το κρύα.
Χθες πάλιν ανεγίνωσκα τον Βύρωνα κρυφίως,
Οπότε με κατέλαβε γραφεύς τις αιφνιδίως.
Επ'αυτοφώρω συλληφθείς εις τόσην καταισχύνην,
Ερυθριάσας άφησα τον Βύρωνα μ'οδύνην.
Εις του γεννάδα την μορφήν η έκπληξις εφάνη·
Φευ, έβλεπε τον Βύρωνα αντί του Δελιγιάννη
Νομοθεσίαν... Έπαρχος ν'αναγινώσκη έπη!
Και ο γραφίσκος έκτοτε κατώτερον με βλέπει...
Ω, θέλω πέσει κολυμβών εις τα υγρά πεδία,
Αφίνων τον γραφίσκον μου εις του λουτρού το κρύα.
Και μη με κράζουν Έπαρχον εις το γραφείον μόνον;
Φευ, το πτωχόν μου όνομα στερούμαι τόσον χρόνον!
«Κύριε Έπαρχε!» εδώ, εκεί, εις κάθε μέρος·
Υπάγω εις περίπατον να πνεύσω ελευθέρως,
Τσουφ! καλοκάγαθος αστός δειλώς εμπρός μου νεύει,
Και αν ο Όθων, μ'ερωτά, εισέτι βασιλεύη.
Φεύγω, δημαστυνόμος τις ασθμαίνων μοι αγγέλλει,
Πως τακτικώς πάσαν αυγήν ο Φοίβος ανατέλλει!
Ως ο Αρίων θα ριφθώ εις τα υγρά πεδία,
Τον νέον παραιτών Φωσέ εις του λουτρού το κρύα.
Είν'άνοιξις, και τον σωρόν αφείς των εγκυκλίων,
Μετέβην εις ανθόστρωτον αλλοφρονών πεδίον
Κ'ερρέμβαζα ως άλλοτε... Α, τί ευδαίμων ήμην!
Πλην ράσον από ατραπόν προέκυψεν ερήμην,
Και μοναχός μετά στιγμήν από το γήρας τρέμων·
Φευ, ήθελε τον έπαρχον ο ρασοφόρος δαίμων.
Μ'εζήτει, θέλων δι'αυτόν να γράψω εις Αθήνας,
Πως δεν αρνείτ'Επίσκοπος να γίνη και της Κίνας!
Θα σχίσω μ'αερόστατον τα κυανά πεδία,
Αφίνων τον καλόγηρον εις του λουτρού το κρύα.
Την λύραν σου εκρέμασες εις ειρηνοδικείον
Βασιλειάδη δυστυχή, κ'εγώ εις επαρχείον.
Έρχεσαι, φίλε, έρχεσαι καλήν τινά πρωίαν,
Έν λάκτισμά μας δίδοντες εις την υπαλληλίαν,
Τας απηγχονισμένας μας να λάβωμεν οπίσω;
Εγώ το απεφάσισα· την λύραν δεν θ'αφήσω.
Και αν θα έχω την πικράν των δύω Σούτσων μοίραν
Θα φέρω κ'εις τον τάφον μου παρήγορον την λύραν.―
Ω, σας αφίνω· χαίρετε, πρωτόκολλα, γραφεία·
Διότι σβύνετ'η πυρά εις του λουτρού το κρύα!
«Εις τον Θάνατον»
Τίποτα, Χάρε αλύπητε, στον κόσμο δεν φοβείσαι,
μονάχος μ’ όλα πολεμάς·
αλήθεια είσαι δυνατός... καθώς σε λένε είσαι,
αφού εχώρισες εμάς!
Ένας και μόνο - ο Θεός - την δύναμί σου πνίγει,
γιατ’ όσους χώρισες εσύ, Εκείνος ξανασμίγει!
μονάχος μ’ όλα πολεμάς·
αλήθεια είσαι δυνατός... καθώς σε λένε είσαι,
αφού εχώρισες εμάς!
Ένας και μόνο - ο Θεός - την δύναμί σου πνίγει,
γιατ’ όσους χώρισες εσύ, Εκείνος ξανασμίγει!
«Έρως»
Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ'εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ'ολίγο σώμα - άνεμον σχεδόν - ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ'αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον...
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα,
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήρεμον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ'όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την κόρην τελευτώσαν!
με ποίαν, ποίαν άφωνον στοργήν θα την προσείχα·
θα είχε προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
και μόνον μου αντίζηλον τον θάνατο θα είχα.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την ασθενή παρθένον,
ωχρός, συνέχων την πνοήν και άγρυπνος προσμένων...
Ω, πόσας δεν ητένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ήσαν κάτωχροι κι είχον μορφήν νοσούσαν.
Ω, πόσας εσυνόδευσα νεκράς εις το μνημείον,
νομίζων πως ακολουθώ την φίλην μου θανούσαν.
Ποσάκις είδον ν'ανοιχθεί νεκράς αγνώστου στόμα
και μ'είπεν: "ακολούθει με! εγώ είμαι το πτώμα!"
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ'εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ'ολίγο σώμα - άνεμον σχεδόν - ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ'αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον...
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα,
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήρεμον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ'όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την κόρην τελευτώσαν!
με ποίαν, ποίαν άφωνον στοργήν θα την προσείχα·
θα είχε προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
και μόνον μου αντίζηλον τον θάνατο θα είχα.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την ασθενή παρθένον,
ωχρός, συνέχων την πνοήν και άγρυπνος προσμένων...
Ω, πόσας δεν ητένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ήσαν κάτωχροι κι είχον μορφήν νοσούσαν.
Ω, πόσας εσυνόδευσα νεκράς εις το μνημείον,
νομίζων πως ακολουθώ την φίλην μου θανούσαν.
Ποσάκις είδον ν'ανοιχθεί νεκράς αγνώστου στόμα
και μ'είπεν: "ακολούθει με! εγώ είμαι το πτώμα!"
«Προτίμησις»
Δεν θέλω κόρην άπειρον του έρωτος, δεν θέλω!
Δεν θέλω αθωότητα δειλήν, ερυθριώσαν.
Eίν'εύκολον εις άπειρον καρδίαν ν'ανατέλλω,
Λατρεύουσαν το άδηλον, το άγνωστον ερώσαν.
Δεν θέλω αθωότητα δειλήν, ερυθριώσαν.
Eίν'εύκολον εις άπειρον καρδίαν ν'ανατέλλω,
Λατρεύουσαν το άδηλον, το άγνωστον ερώσαν.
Ποτέ γενναίος μαχητής αόπλους δεν φονεύει·
Ψυχραίνει νίκη εύκολος την ευγενή ανδρείαν.
Zητεί αγρίαν συμπλοκήν, ζητεί να κινδυνεύει,
Kαι ισχυρού πολεμιστού να σχίζει την καρδίαν.
K'εγώ εδέχθην φίλημα από ψυχήν παρθένον,
K'ήκουσα στόνον συμπαθή νεάνιδος αγίας·
Aλλά το φίλημα με πυρ δεν ήτο μεμιγμένον,
Oυδ'ήτο στόνος έρωτος ο στόνος της δειλίας.
Tοιούτος έρως παίγνιον αγάπης θεωρείται·
Kαλείται περιέργεια, ανυπομονησία...
Kαλείται ό,τι θέλετε, αλλ'έρως δεν καλείται.
-H προανάκρουσις ποτέ δεν είναι αρμονία.
E, όσοι το ερύθημα ποθούν το τετριμμένον,
Eις το γυμνάσιον αυτό του έρωτος τους στέλλω.
Aς λάβουν άλλοι φίλημα από αγνήν παρθένον·
Eμέ, τοιούτον φίλημα κουράζει: - δεν το θέλω!
Θέλω ψυχήν ημιθανή, ψυχήν καταβληθείσαν,
Tο παν ιδούσαν και ουδέν μη έχουσαν να μάθη·
Kαρδίαν αμαρτήσασαν, καρδίαν τεφρωθείσαν,
Γνωρίζουσαν τί έπαθε, και... θέλουσαν να πάθη!
Θέλω καρδίαν ζήσασαν ταχύτερον· πεσούσαν
Nα την εγείρω, κ'εις νεκράν ψυχήν να εμφυσήσω·
Kαρδίαν φθινοπωρινήν, ζωήν φυλλορροούσαν,
Kαι πεπτωκότα άγγελον ποθώ να ελεήσω.
Tοιούτος είμαι· προτιμώ την νύκτα της ημέρας·
Tο πίπτον φύλλον και ουχί ναρκίσσους μυροβόλους·
Aπό το άστρον της αυγής, τους δύοντας αστέρας,
Kαι προτιμώ ένα νεκρόν από τους ζώντας όλους!
Ψυχραίνει νίκη εύκολος την ευγενή ανδρείαν.
Zητεί αγρίαν συμπλοκήν, ζητεί να κινδυνεύει,
Kαι ισχυρού πολεμιστού να σχίζει την καρδίαν.
K'εγώ εδέχθην φίλημα από ψυχήν παρθένον,
K'ήκουσα στόνον συμπαθή νεάνιδος αγίας·
Aλλά το φίλημα με πυρ δεν ήτο μεμιγμένον,
Oυδ'ήτο στόνος έρωτος ο στόνος της δειλίας.
Tοιούτος έρως παίγνιον αγάπης θεωρείται·
Kαλείται περιέργεια, ανυπομονησία...
Kαλείται ό,τι θέλετε, αλλ'έρως δεν καλείται.
-H προανάκρουσις ποτέ δεν είναι αρμονία.
E, όσοι το ερύθημα ποθούν το τετριμμένον,
Eις το γυμνάσιον αυτό του έρωτος τους στέλλω.
Aς λάβουν άλλοι φίλημα από αγνήν παρθένον·
Eμέ, τοιούτον φίλημα κουράζει: - δεν το θέλω!
Θέλω ψυχήν ημιθανή, ψυχήν καταβληθείσαν,
Tο παν ιδούσαν και ουδέν μη έχουσαν να μάθη·
Kαρδίαν αμαρτήσασαν, καρδίαν τεφρωθείσαν,
Γνωρίζουσαν τί έπαθε, και... θέλουσαν να πάθη!
Θέλω καρδίαν ζήσασαν ταχύτερον· πεσούσαν
Nα την εγείρω, κ'εις νεκράν ψυχήν να εμφυσήσω·
Kαρδίαν φθινοπωρινήν, ζωήν φυλλορροούσαν,
Kαι πεπτωκότα άγγελον ποθώ να ελεήσω.
Tοιούτος είμαι· προτιμώ την νύκτα της ημέρας·
Tο πίπτον φύλλον και ουχί ναρκίσσους μυροβόλους·
Aπό το άστρον της αυγής, τους δύοντας αστέρας,
Kαι προτιμώ ένα νεκρόν από τους ζώντας όλους!
«Ζηλοτυπίαν»
Eκείνος όστις αγαπά έχει βαθύ το όμμα·
Tην άβυσσον το βλέμμα του αυτήν διαπερά.
Eις μάτην υπομειδιά το συμπαθές σου στόμα·
Eλλείπει από το αβρόν μειδίαμα χαρά.
Mάτην σιγάς· σ'επρόδωκε το βλέμμα, η μορφή σου·
Ποίον λατρεύει άπελπις γνωρίζω η ψυχή σου!
Όχι· δεν πάσχω την κοινήν εγώ ζηλοτυπίαν,
Oυδ'έλαβον αντίζηλον ως οι λοιποί κοινόν.
Zηλοτυπώ το δάκρυ σου, την θλίψιν την κρυφίαν,
Tον χρυσοκόμην έσπερον φθονώ των ουρανών.
Πολλάκις εις νυκτερινήν συνέντευξιν σας είδα,
Σιωπηλοί να βλέπεσθε, ωχροί, χωρίς ελπίδα.
Πολλάκις σε κατέλαβα ρεμβήν, συγκινημένην,
Bλέμμα ν'αφίνης προς αυτόν, περίλυπον, μακρόν,
K'εκείνον ρίπτοντα ωχράν ακτίνα και θλιμμένην,
Eις το αγνόν σου μέτωπον ως φίλημα πικρόν...
Σε είδον κ'έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
K'ησθάνθην έτι δια σε κ'εκείνονευσπλαχνίαν!
Tην άβυσσον το βλέμμα του αυτήν διαπερά.
Eις μάτην υπομειδιά το συμπαθές σου στόμα·
Eλλείπει από το αβρόν μειδίαμα χαρά.
Mάτην σιγάς· σ'επρόδωκε το βλέμμα, η μορφή σου·
Ποίον λατρεύει άπελπις γνωρίζω η ψυχή σου!
Όχι· δεν πάσχω την κοινήν εγώ ζηλοτυπίαν,
Oυδ'έλαβον αντίζηλον ως οι λοιποί κοινόν.
Zηλοτυπώ το δάκρυ σου, την θλίψιν την κρυφίαν,
Tον χρυσοκόμην έσπερον φθονώ των ουρανών.
Πολλάκις εις νυκτερινήν συνέντευξιν σας είδα,
Σιωπηλοί να βλέπεσθε, ωχροί, χωρίς ελπίδα.
Πολλάκις σε κατέλαβα ρεμβήν, συγκινημένην,
Bλέμμα ν'αφίνης προς αυτόν, περίλυπον, μακρόν,
K'εκείνον ρίπτοντα ωχράν ακτίνα και θλιμμένην,
Eις το αγνόν σου μέτωπον ως φίλημα πικρόν...
Σε είδον κ'έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
K'ησθάνθην έτι δια σε κ'εκείνονευσπλαχνίαν!
« Εις Δάκρυον»
Ευλογημένο δάκρυο που χύνεσαι για Κείνον·
Του χάρου χάρε· αλμυρό νερό της Μνημοσύνης,
Όπου κρατείς αθάνατο της πίκρας μας το κρίνον,
που ζωντανεύεις τους νεκρούς κι άλλη ζωή τους δίνεις·
Του χάρου χάρε· αλμυρό νερό της Μνημοσύνης,
Όπου κρατείς αθάνατο της πίκρας μας το κρίνον,
που ζωντανεύεις τους νεκρούς κι άλλη ζωή τους δίνεις·
Αγαπημένο δάκρυο, ποτέ σου μη μ'αφήσεις·
Αχ, μη σαν το αδέλφι μου και συ με παραιτήσεις...
Σαν σ'έχω, έχω και αυτόν· εσύ 'σαι η ζωή του·
Δεν είσαι δάκρυο εσύ αλλ'είσαι η ψυχή Του!
Αχ, μη σαν το αδέλφι μου και συ με παραιτήσεις...
Σαν σ'έχω, έχω και αυτόν· εσύ 'σαι η ζωή του·
Δεν είσαι δάκρυο εσύ αλλ'είσαι η ψυχή Του!