Σημείωση:
Ο Διονύσιος Σολωμός, μαθαίνοντας το θλιβερό μαντάτο του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα, έγραψε την ονομαστή του
Ο Διονύσιος Σολωμός, μαθαίνοντας το θλιβερό μαντάτο του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα, έγραψε την ονομαστή του
"Ωδήν εις τον θάνατον του Λόρντ Μπάυρον"
Ας την διαβάσουμε ,γιατί όπως τονίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στο
«Άξιον εστί»:
Ας την διαβάσουμε ,γιατί όπως τονίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στο
«Άξιον εστί»:
«όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»
Να τονίσουμε εδώ,πως ο George Gordon Byron, ήταν Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.
Υπήρξε μια από τις πιο θρυλικές μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως λόγω της περιπετειώδους ζωής του.
Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον
1.
Λευτεριά, γιὰλίγο πάψε
νὰχτυπᾶς μὲτὸσπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶκλάψε
εἰς τοῦΜπάιρον τὸκορμί.
2.
Καὶκατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.
Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον
1.
Λευτεριά, γιὰλίγο πάψε
νὰχτυπᾶς μὲτὸσπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶκλάψε
εἰς τοῦΜπάιρον τὸκορμί.
2.
Καὶκατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.
3.
Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱΣουλιῶτες,
καὶἀπ᾿τὸΛείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱπροδότες
καὶἀπ᾿τὰλόγια ὁποῦθὰπῶ.
4.
Φλάμπουρα, ὄπλα τιμημένα,
ἂς γυρθοῦν κατὰτὴγῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμένα
εἰς τοῦΜάρκου τὴθανή,
5.
ποῦβαστοῦσε τὸμαχαίρι,
ὅταν τοῦ῾λειψε ἡζωή,
μεσ᾿στὸἀνδρόφονο τὸχέρι,
καὶδὲν τ᾿ἄφηνε νὰβγεῖ.
6.
Ἀναθράφηκε ὁγενναῖος
στῶν ἁρμάτων τὴν κλαγγή.
Τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νέος,
μία θεὰμελωδική.
7.
Μὲτὲς θεῖες τὶς ἀδελφάδες
ἐστεκότουν σιωπηλή,
ἐνῶαὐξαίνανε οἱλαμπράδες
στοῦΘεοῦτὴν κεφαλή,
8.
ποῦἐμελέτουνε τὴΧτίσι.
Καὶὅτι ἐβγῆκε ἡπροσταγή,
ὁποῦἐστένεψε τὴΦύση
αἰφνιδίως νὰφωτιστεῖ,
9.
Μὲτὰμάτια ἀκολουθώντας
τὸνεογέννητο τὸφῶς,
καὶσὲδαῦτο ἀναφτερώντας,
τῆς ἐξέβγαινε ὁψαλμὸς
10.
ἀπ᾿τ᾿ἀθάνατο τὸστόμα,
καὶἀπομάκραινε ἡβροντή,
ποῦτὸΧάος ἔκανε ἀκόμα
στὴν ὀγλήγορη φυγή,
11.
ἕως ποὺὁλόκληρον ἐχάθη
στοῦἜρεβου τὴφυλακή,
ὅπου ἁπλώθηκε καὶἐστάθη
σὰν στὴν πρώτη του πηγή.
12.
- Ψάλλε, Μπάιρον, τοῦλαλοῦσε,
ὅσες βλέπεις ὀμορφιές.
καὶκειός, ποὺἐκρυφαγροικοῦσε
ἀνταπόκριση μ᾿αὐτές,
13.
βάνεται, τὲς τραγουδάει
μ᾿ἕνα χεῖλο ἁρμονικό,
καὶτὰπάθη ἔτσι στοῦ῾γγιάει,
ποὺτραγούδι πλέον ψηλό,
14.
δὲν ἀκούστηκεν, ἀπ᾿ὦτα
ἔψαλ᾿ὁἌγγλος ὁτυφλὸς
τ᾿ἀγκαλιάσματα τὰπρῶτα
ποὺἔδωσ᾿ἄντρας γυναικός.
15.
Συχνὰἐβράχνιασε ἡμιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
πῶς στὸν ἥλιον ἀποκάτου
εἶναι λίγη ἐλευθεριά.
16.
«Κάθε γῆ» παραπονιέται
«ἐσκλαβώθηκε - εἶναι μία,
ὅπου ὁἄνθρωπος τιμιέται,
ἀπὸδώθενε μακριά;
17.
Τὴν ὁποία χτυπάει τὸνάμα
σύνορα τ᾿Ἀτλαντικό.
μετανιώνει ἐν τῷἅμα
ὅποιος πάει μὲστοχασμό,
18.
τὴγλυκειὰν Ἐλευθερία
νὰτὴν βλάψει ἀπὸκοντά.
τὸδοκίμασεν ἡἈγγλία!
κανεὶς πλέον ἂς μὴν κοτᾶ».
19.
Καὶὅτι βούλεται νὰφύγει
ἐκεῖπέρα ὁΠοιητής,
ἀνεπόλπιστα ξανοίγει
ἐσὲἐδῶνὰπεταχτεῖς.
20.
Ἐπετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρὶς ἄλλος νὰσοῦπεῖ.
Τώρα ἀρχίνησε τὴμάχη,
κι ἐγὼπλάκωσα μαζί.
21.
Νὰσ᾿τὸπεῖ, καὶνὰσὲρίξει
στῶν Τουρκῶν τὲς τουφεκιὲς
ἀσυντρόφιαστη, ἂν ξανοίξει
τὲς περίστασες δεινές,
22.
κι ἂν τὲς εὕρει εὐτυχισμένες,
νά ῾λθει ἀντὶς γιὰτὸν ἐχθρό,
μ᾿ἄλλες ἅλυσες φτειασμένες
ἀποκάτου ἀπ᾿τὸΣταυρό,
23.
ποὖχε λάβει στὲς ἀγκάλες
ἀπὸμᾶς, κι εἶχε θεούς,
ἀστραπές, ἀνεμοζάλες,
καὶβροντὲς καὶποταμούς.
24.
Μόνον τ᾿ἀδικοσφαγμένα
τὰπαιδιά σου, στριμωχτά,
μὲτὰχέρια τσακισμένα
σὲἐσπρώξαε ὀμπροστά,
25.
καὶΣὺἐχύθηκες, πετώντας
μία ματιὰστὸν Οὐρανό,
ποῦτὰδίκια σου θωρώντας,
ἀποκρίθηκε: Εἶμ᾿ἐδῶ.
26.
Καὶχτυπώντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸπέλαγο, εἰς τὴγῆ,
ἡρομφαία σου πυρωμένη
ὂχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή.
27.
Καὶθαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποῦοἱΤύραννοι τῆς γῆς
σ᾿ἐσὲκίνησαν μὲἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.
28.
Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲμισάει,
καὶπικρὰσὲλοιδορεῖ,
εὐτυχιὰνὰπιθυμάει,
καὶποτὲνὰμὴτὴν δεῖ.
29.
καὶνὰκλαίει πὼς ἦλθε ἡὥρα
ἡπατρίς του νὰδεθεῖ
μὲτὰσίδερα, ποὺτώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.
30.
Χαίρου ὡστόσο ὅλους τοὺς τόπους,
ποῦἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους.
ΚαὶτοῦΜπάϋρον τὴχαρά.
31.
Χαίρου, ἀνάμεσα στὰἄλλα
πράγματα ποὺσὲτιμοῦν.
Οἱμεγάλοι τὰμεγάλα,
ποῦτοὺς μοιάζουνε, ἀγαποῦν.
32.
Βλέποντας σὲἀναγαλλιάζει
ἡθλιμμένη τοῦψυχή,
καὶτοῦλέει. Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡἙλλάδα. Πᾶμε ἐκεῖ.
33.
Καὶκινάει νὰσ᾿ἀπαντήσει
καὶἡΦήμη τοῦΠοιητοῦ,
ποῦτὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶτὴδέχτηκαν παντοῦ,
34.
μπροστοπάταε, νὰσὲκράξει
μὲὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺὅποιο μάτι σὲκοιτάξει
σὲξανοίγει πλέον σεμνή.
35.
Τὸν ἀκολούθησεν ὁπλοῦτος,
θεῖος στὰχέρια τοῦκαλοῦ,
καὶκακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶεἶν᾿στὰχέρια τοῦκακοῦ.
36.
Μ᾿ἕνα βλέμμα ὁποῦφονεύει
τὰφρονήματα τὰαἰσχρά,
τρομερὴτὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴδεξιά.
37.
Καὶὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦἈλκαίου ἡσκιά,
καὶτοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,
38.
λόγια ἀθάνατα τοῦλέει,
μὲτὰὁποῖα στὰσωθικὰ
τὸθυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά.
39.
θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον,
ποῦνικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἁρμάτων,
καὶπετιέται ὁλοῦμὲὁρμή,
40.
καὶτοῦτύραννου χτυπάει
τὴβουλή, καὶτὴν ξυπνά,
στὴστιγμὴποὺμελετάει
τῶν λαῶν τὴσυμφορά.
41.
Μόνον ἄκουε τοῦΚοράκου
τῆς Αὐστρίας τὸκραυγητό,
ποῦδὲν ἔκρωζε τοῦκάκου,
καὶἐπεθύμαε τὸκακό.
42.
Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡΜοίρα,
ποῦεἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές᾿στῆς Κόλασης τὴθύρα
μὲτὸκρίμα ἀνταμωτή,
43.
ἔστρεφε κατὰτὴΧτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδιά, ποὺχὲσκορπίσει
ἡπικρὴμεταβολή.
44.
Καὶἀπὸτ᾿ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸμιαρό της τὸἀνάστημα,
νὰχαρεῖτὴμυρωδιά.
45.
Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι.
Γιατί Ἐκεῖνον, ποὺζητεῖ,
βλέπει νάρχεται, καὶοἱτόποι
ποὺἡσκλαβιὰκαταπατεῖ,
46.
χαμηλὴτὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικώντας τὴβουή,
ἐδακρύζαν, καὶοἱδεσμοί τους
τοὺς ἐφάνησαν διπλοί.
47.
Ἀλλὰἀμέσως ὅλοι οἱἄλλοι
ποῦεἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶἔχουν δάφνη στὸκεφάλι
ποῦδὲν θέλει μαραθεῖ,
48.
τὲς σημαῖες τοὺς ξεδιπλώνουν,
καὶτὲς δάφνες ποὺφοροῦν
χαιρετώντας τὸν σηκώνουν,
καὶμ᾿αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.
49.
Ποῦθὰπάει; Βουνὰκαὶλόγγοι
καὶλαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦθὰπάει; - ΣτὸΜεσολόγγι,
καὶἄλλοι ἂς μὴζηλοφθονοῦν.
50.
Τέτοιο χῶμα, ἀπ᾿τὴν ἡμέρα
τὴμεγάλη του Χριστοῦ,
ποῦεἶχε φέρει ἀπ᾿τὸν αἰθέρα
τιμὴἐμᾶς καὶδόξα Αὐτοῦ,
51.
εἰς ἱερὸπροσκυνητάρι,
καὶδὲθέλει πατηθεῖ
ἀπὸβάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ ὅταν χαλαστεῖ.
52.
Δὲν ἦταν τὴμέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Νά, μολύβια, νά, μπαρούτι,
νά, σπαθιῶν λαμποκοπή.
53.
Στὸν ἀέρα ἀνακατώνονται
οἱσπιθόβολοι καπνοί,
καὶἀπὸπάνου φανερώνονται
ἴσκιοι θεῖοι πολεμικοί.
54.
Καὶεἶναι αὐτοί, ποὺπολεμώντας
ἐσκεπάσανε τὴγῆ,
πάνου εἰς τ᾿ἅρματα βροντώντας
μὲτὸἐλεύθερο κορμί.
55.
Καὶἀγκαλιάσματα ἐκεῖπλήθια,
δάφνες ἔλαβαν, φιλιά,
ὅσα ἐλάβανε εἰς τὰστήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.
56.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱπολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοὶ
τὴν ψυχὴτοῦΠατριάρχη,
ποὺτὸν πόλεμο εὐλογεῖ.
57.
Καὶἀναδεύονται, καὶγέρνουν,
καὶεἰς τὸπρόσωπο ἱλαροί,
χεραπλώνουνε καὶπαίρνουν
ἀπὸτὴσπιθοβολή.
Μόνον τ᾿ἀδικοσφαγμένα
τὰπαιδιά σου, στριμωχτά,
μὲτὰχέρια τσακισμένα
σὲἐσπρώξαε ὀμπροστά,
25.
καὶΣὺἐχύθηκες, πετώντας
μία ματιὰστὸν Οὐρανό,
ποῦτὰδίκια σου θωρώντας,
ἀποκρίθηκε: Εἶμ᾿ἐδῶ.
26.
Καὶχτυπώντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸπέλαγο, εἰς τὴγῆ,
ἡρομφαία σου πυρωμένη
ὂχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή.
27.
Καὶθαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποῦοἱΤύραννοι τῆς γῆς
σ᾿ἐσὲκίνησαν μὲἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.
28.
Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲμισάει,
καὶπικρὰσὲλοιδορεῖ,
εὐτυχιὰνὰπιθυμάει,
καὶποτὲνὰμὴτὴν δεῖ.
29.
καὶνὰκλαίει πὼς ἦλθε ἡὥρα
ἡπατρίς του νὰδεθεῖ
μὲτὰσίδερα, ποὺτώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.
30.
Χαίρου ὡστόσο ὅλους τοὺς τόπους,
ποῦἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους.
ΚαὶτοῦΜπάϋρον τὴχαρά.
31.
Χαίρου, ἀνάμεσα στὰἄλλα
πράγματα ποὺσὲτιμοῦν.
Οἱμεγάλοι τὰμεγάλα,
ποῦτοὺς μοιάζουνε, ἀγαποῦν.
32.
Βλέποντας σὲἀναγαλλιάζει
ἡθλιμμένη τοῦψυχή,
καὶτοῦλέει. Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡἙλλάδα. Πᾶμε ἐκεῖ.
33.
Καὶκινάει νὰσ᾿ἀπαντήσει
καὶἡΦήμη τοῦΠοιητοῦ,
ποῦτὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶτὴδέχτηκαν παντοῦ,
34.
μπροστοπάταε, νὰσὲκράξει
μὲὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺὅποιο μάτι σὲκοιτάξει
σὲξανοίγει πλέον σεμνή.
35.
Τὸν ἀκολούθησεν ὁπλοῦτος,
θεῖος στὰχέρια τοῦκαλοῦ,
καὶκακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶεἶν᾿στὰχέρια τοῦκακοῦ.
36.
Μ᾿ἕνα βλέμμα ὁποῦφονεύει
τὰφρονήματα τὰαἰσχρά,
τρομερὴτὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴδεξιά.
37.
Καὶὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦἈλκαίου ἡσκιά,
καὶτοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,
38.
λόγια ἀθάνατα τοῦλέει,
μὲτὰὁποῖα στὰσωθικὰ
τὸθυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά.
39.
θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον,
ποῦνικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἁρμάτων,
καὶπετιέται ὁλοῦμὲὁρμή,
40.
καὶτοῦτύραννου χτυπάει
τὴβουλή, καὶτὴν ξυπνά,
στὴστιγμὴποὺμελετάει
τῶν λαῶν τὴσυμφορά.
41.
Μόνον ἄκουε τοῦΚοράκου
τῆς Αὐστρίας τὸκραυγητό,
ποῦδὲν ἔκρωζε τοῦκάκου,
καὶἐπεθύμαε τὸκακό.
42.
Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡΜοίρα,
ποῦεἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές᾿στῆς Κόλασης τὴθύρα
μὲτὸκρίμα ἀνταμωτή,
43.
ἔστρεφε κατὰτὴΧτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδιά, ποὺχὲσκορπίσει
ἡπικρὴμεταβολή.
44.
Καὶἀπὸτ᾿ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸμιαρό της τὸἀνάστημα,
νὰχαρεῖτὴμυρωδιά.
45.
Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι.
Γιατί Ἐκεῖνον, ποὺζητεῖ,
βλέπει νάρχεται, καὶοἱτόποι
ποὺἡσκλαβιὰκαταπατεῖ,
46.
χαμηλὴτὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικώντας τὴβουή,
ἐδακρύζαν, καὶοἱδεσμοί τους
τοὺς ἐφάνησαν διπλοί.
47.
Ἀλλὰἀμέσως ὅλοι οἱἄλλοι
ποῦεἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶἔχουν δάφνη στὸκεφάλι
ποῦδὲν θέλει μαραθεῖ,
48.
τὲς σημαῖες τοὺς ξεδιπλώνουν,
καὶτὲς δάφνες ποὺφοροῦν
χαιρετώντας τὸν σηκώνουν,
καὶμ᾿αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.
49.
Ποῦθὰπάει; Βουνὰκαὶλόγγοι
καὶλαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦθὰπάει; - ΣτὸΜεσολόγγι,
καὶἄλλοι ἂς μὴζηλοφθονοῦν.
50.
Τέτοιο χῶμα, ἀπ᾿τὴν ἡμέρα
τὴμεγάλη του Χριστοῦ,
ποῦεἶχε φέρει ἀπ᾿τὸν αἰθέρα
τιμὴἐμᾶς καὶδόξα Αὐτοῦ,
51.
εἰς ἱερὸπροσκυνητάρι,
καὶδὲθέλει πατηθεῖ
ἀπὸβάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ ὅταν χαλαστεῖ.
52.
Δὲν ἦταν τὴμέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Νά, μολύβια, νά, μπαρούτι,
νά, σπαθιῶν λαμποκοπή.
53.
Στὸν ἀέρα ἀνακατώνονται
οἱσπιθόβολοι καπνοί,
καὶἀπὸπάνου φανερώνονται
ἴσκιοι θεῖοι πολεμικοί.
54.
Καὶεἶναι αὐτοί, ποὺπολεμώντας
ἐσκεπάσανε τὴγῆ,
πάνου εἰς τ᾿ἅρματα βροντώντας
μὲτὸἐλεύθερο κορμί.
55.
Καὶἀγκαλιάσματα ἐκεῖπλήθια,
δάφνες ἔλαβαν, φιλιά,
ὅσα ἐλάβανε εἰς τὰστήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.
56.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱπολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοὶ
τὴν ψυχὴτοῦΠατριάρχη,
ποὺτὸν πόλεμο εὐλογεῖ.
57.
Καὶἀναδεύονται, καὶγέρνουν,
καὶεἰς τὸπρόσωπο ἱλαροί,
χεραπλώνουνε καὶπαίρνουν
ἀπὸτὴσπιθοβολή.
58.
Ἐδῶβλέπει ἀντρειωμένα
νὰφρονοῦν παρὰποτέ.
Καὶὅλος ἔρωτα γιὰσένα
προσηλώνεται εἰς ἐσέ.
59.
Τὸπουλί, ποὺβασιλεύει
πάνου εἰς τ᾿ἄλλα τὰπουλιά,
γληγορώτατα ἀναδεύει
τὰαἰθερόλαμνα φτερά,
60.
τρέχει, χάνεται, καὶπίνει
τόλμην πίνει ὁὀφθαλμὸς
ἀπὸτ᾿ἄστρον, ὁποῦχύνει
κύματα ἄφθαρτα φωτός.
61.
Πλανημένη ἡφαντασιά του
μέσα στὸμέλλον τὸἀργό,
ποὺπροσμένει τ᾿ὄνομά του
νὰτὸκάμη πλέον λαμπρό,
62.
ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰς σὲμία ματιοῦροπή.
Στρέφει ἀπεκεὶκαὶκοιτάει.
Ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,
63.
ἀπ᾿τοῦκόσμου ὅλου τὰπέρατα
τοῦκαιροῦἡχλαλοή,
καὶδιηγώντας τοῦτὰτέρατα
τοῦχτυπάει τὴν ἀκοή.
64.
Ἔθνη ποὺἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
καὶἄλλοι ἀτάραχτοι καὶὀρθοί.
65.
Ἀπὸφόβο καὶἀπὸτρόμο,
ἀπὸβάρβαρους δεσμούς,
ποὖναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶἀπὸμύριους ὑβρισμούς,
66.
βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺτὴν παινοῦν,
καὶκοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰτὸθαῦμα ποὺθωροῦν,
67.
μία γυναίκα, ποὖχε βάλει
μὲς στὰβάσανα ὁκαιρός,
ξαναδείχνοντας τὰκάλλη
ποὺτῆς ἔσβησε ὁζυγός,
68.
μόνον ἔχοντας γιὰσκέπη
τὰτουφέκια τὰἐθνικά,
καὶτὸχαίρεται νὰβλέπει
πὼς καὶΑὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.
69.
Ἄχ! συνέρχεται... ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποῦἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μίαν πληγή.
70.
Ἐρινύαν ἀπὸτὰχθόνια
ποὺἡἙλλάδα ἀπαρατᾷ.
Ἡθεομίσητη Διχόνοια
ποὺτὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ.
71.
Ἀφοῦἐδιώχτηκε ἀπὸτ᾿ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰπά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰκάστρα,
χωρὶς ναὔβρῃδυσκολιά.
72.
Καὶκρατώντας κάτι φίδια
ποὺεἶχε βγάλει ἀπ᾿τὴν καρδιά,
καὶχτυπώντας τὰπιτήδεια
εἰς τοὺς Ἕλληνας, περνᾶ.
73.
Καὶὄχι πλέον τραγούδια νίκης
ὡσὰν πρῶτα, ἐνῶτυφλά,
μὲτὸτρέξιμο τῆς φρίκης,
τούρκικα ἄλογα πολλά,
74.
ἐτσακίζανε τὰχνάρια
στὴν ἀπέλπιστη φυγή,
καὶἐγκρεμίζαν παλληκάρια
τοῦγκρεμνοῦἀπὸτὴν κορφή.
75.
Ὄχι, πλέον, ὄχι τὰδυνα-
τὰστοιχεῖα νὰμᾶς θωροῦν,
καὶνὰὀργίζωνται καὶἐκεῖνα
καὶγιὰμᾶς νὰπολεμοῦν.
76.
Ἀλλὰπάει στοὺς νόας μία θέρμη,
ποὺεἶναι ἀλλιώτικη ἀπ᾿αὐτή,
ὁποῦἐσκόρπισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦΤούρκου ἡ῾πιβουλή,
77.
ὅταν τόσοι ἐπέφταν χάμου,
καὶμὲλόγια ἀπελπισιᾶς,
κόψε με, ἔλεγαν, Ἀγᾶμου,
καὶτοὺς ἔκοβεν ὁἈγᾶς.
78.
Ὅμως θέρμη. Ποῖος ὑβρίζει
τὸν καλύτερο, καὶποιὸς
λόγια ἀνόητα ψιθυρίζει.
Ἄλλος στέκεται ὀκνηρός.
79.
Ἄλλος παίρνει τὸποτήρι
ἀποκάτου ἀπ᾿τὴν ἐλιά,
ὡσὰν νάτουν πανηγύρι,
μὲτὰπόδια διπλωτά.
80.
Καὶἄλλοι, ἀλίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στὸν ἀδελφό,
καὶπαινεύονται, θαρρώντας
πῶς ἐχτύπησαν ἐχθρό.
81.
Καὶτοὺς φώναξε: «Φευγᾶτε
τῆς Ἐρινύας τὴν τρικυμιά.
Ὤ! τί κάνετε; Ποῦπάτε;
Γιὰφερθεῖτε εἰρηνικά.
82.
»γιατί ἀλλιῶς θὲνὰβρεθεῖτε
ἢμὲξένο βασιλιά,
ἢθὰκαταφανισθεῖτε
ἀπὸχέρια ἀγαρηνά».
83.
Ἀφοῦἐδῶστὴν παλαιά σου
κατοικία καὶἄλλη φορὰ
μὲδιχόνοιες τὰπαιδιά σου
σοὺἑτοιμάσανε ἐξοριά,
84.
ἀπὸτότες ὁποῦἐσώθη
στὴν Ἑλλάδα ὁΣτρατηγός,
ὁποῦὁἝλληνας εἰπώθη
καὶτώρα ὄχι ὁστερινός,
85.
ἕως ποὺὁκόσμος ἐβαστοῦσε
τὸν ἀπάνθρωπον Ἀλή,
ποὺὅσον αἷμα καὶἂν ρουφοῦσε
τόσο ἐγύρευε νὰπιεῖ.
86.
Ἐπερνοῦσαν οἱαἰῶνες
ἢσὲξένη ὑποταγή,
ἢμὲψεύτικες κορῶνες,
ἢμὲσίδερα καὶὀργή.
87.
Καὶἦλθε τότες καὶἐπερπάτει
ὅπου ἐπάταγες Ἐσύ,
καὶτοῦδάκρυζε τὸμάτι,
καὶἐπιθύμαε νὰΣὲἰδεῖ.
88.
κι ἔλεε: πότε ἔρχεσαι πάλι!
Καὶδὲν εἶναι ἀληθινό,
πῶς μας εἶχε ἀδικοβάλει
μὲβρισιὲς καὶμὲθυμό.
89.
Ἐζωγράφιζαν οἱστίχοι
τὸν γαλάζιον οὐρανό,
καὶἐκλαιόνταν μὲτὴν τύχη
καὶμὲτ᾿ἄστρο τὸκακό,
90.
εἰς τὸὁποῖον ἔχει νὰσκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
καὶἡπατρίδα του νὰστρίψει
παντελῶς δὲν ἠμπορεῖ.
91.
Τώρα ἀθάμπωτη ἔχει δόξα,
καὶμὲφέρσιμο τερπνὸν
βλέπει ἀδύνατα τὰτόξα
τῶν ἀντίζηλων ἐθνῶν.
92.
Καὶλαοὺς ἁλυσοδένει,
καὶεἰς τὰπόδια τοὺς πατεῖ,
καὶτὸπέλαγο σωπαίνει
ἂν τοῦσύρει μία φωνή.
93.
Τέχνες, ἅρματα, σοφία,
τῆνε κάνουν δοξαστῆ,
ὅμως θὰβροῦνε εὐκαιρία
νὰτὴφθείρουνε οἱκαιροί,
94.
καὶνὰἰδῆτὸριζικό της
καθὼς εἶναι ἡκαταχνιά,
ποὺεἰς τὸκλίμα τὸδικό της
κρύβει τὴν ἀστροφεγγιά.
95.
«Ποῦεἶν᾿, θὰλένε σαστισμένοι,
τὸΛεοντάρι τὸἈγγλικό;
Εἶναι ἡχήτη τοῦπεσμένη,
καὶτὸμούγκρισμα βουβό».
96.
Ἀλλ᾿ἡἙλλὰς νὰξαναζήσει
ἦταν ἄξια, καὶνὰἰδεῖ
ὁἐρχομὸς νὰτὴν τιμήσει
τοῦὑψηλότατου Ποιητή.
97.
Ἔστεκε στὸμισημένο
τὸζυγὸμ᾿ἀραθυμιά.
Τὸποδάρι εἶχε δεμένο,
ἀλλὰἐλεύθερη καρδιά.
98.
Ἐκαθότουνε εἰς τὰὄρη
ὁΣουλιώτης ξακουστός.
Νὰτὸν διώξει δὲν ἠμπόρει
πείνα, δίψα, καὶἀριθμός.
99.
Συχνὰσπώντας τὰθηκάρια
μὲτὰχέρια τὰλιγνά,
ὁρμοῦν σ᾿ἄπειρα κοντάρια.
Τὲς γυναῖκες τῶν συχνά,
100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τὸν ἴδιον αἴσθημα τιμῆς,
ποὺκοιτώντας τὸν Κομβάϋ
εἶχε ὁἀνδρεῖος Τραγουδιστής.
101.
Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸμέρος
τοῦΤσαλόγγου τὸἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁἔρως
καὶτὲς ἔμπνευσε χορό.
102.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸεἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
103.
Τὰφορέματα ἐσφυρίζαν
καὶτὰξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺἐγυρίζαν
ἀπὸπάνου ἔλειπε μία.
104.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦἔκαναν μὲτὴν κάρα,
μὲτὰστήθια, στὰγκρεμά.
105.
Στὰἴδια ὅρη ἐγεννηθῆκαν
καὶτὰἀδάμαστα παιδιά,
ποὺτὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱπρῶτοι στὴφωτιά.
106.
Γιατί, ἀλίμονον! γυρίζοντας
τοὺς ηὖρε ὁΜπάϋρον σκυθρωπούς;
Ἐγυρεύανε δακρύζοντας
τὸν πλέον ἔνδοξο ἀπ᾿αὐτούς.
107.
Ὅταν στῆς νυχτὸς τὰβάθη
τὰπάντα ὅλα σιωποῦν,
καὶεἰς τὸν ἄνθρωπο τὰπάθη,
ποῦναι ἀνίκητα, ἀγρυπνοῦν,
108.
καὶγυρμένοι εἰς τὸπλευρό τους
οἱστρατιῶτες τοῦΧριστοῦ,
μύρια βλέπουν στ᾿ὄνειρό τους
ξεψυχίσματα τοῦἐχθροῦ,
109.
αὐτὸς ἄγρυπνος στενάζει,
καὶεἰς τὴν πλάκα τὴν πικρή,
ποὺτὸν Μπότσαρη σκεπάζει,
γιὰπολλὴὥρα ἀργοπορεῖ.
110.
Ἔχει πλάγιασμα θανάτου
καὶἄλλος ἄντρας φοβερὸς
εἰς τὰπόδια τοῦἀποκάτου,
καὶεἶναι ἀντίκρυ τοῦὁναός.
111.
Ἀκριβὸσὰν τὴν ἐλπίδα
ποὺἔχει πάντοτε ὁθνητός,
γλυκοφέγγει ἀπ᾿τὴθυρίδα
τῆς Ἅγιας Τράπεζας τὸφῶς.
112.
Μέσαθε ἔπαιρνε ὁἀέρας
μὲδροσόβολη πνοὴ
τὸλιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶτοῦτόφερνε ὡς ἐκεῖ.
Ἐδῶβλέπει ἀντρειωμένα
νὰφρονοῦν παρὰποτέ.
Καὶὅλος ἔρωτα γιὰσένα
προσηλώνεται εἰς ἐσέ.
59.
Τὸπουλί, ποὺβασιλεύει
πάνου εἰς τ᾿ἄλλα τὰπουλιά,
γληγορώτατα ἀναδεύει
τὰαἰθερόλαμνα φτερά,
60.
τρέχει, χάνεται, καὶπίνει
τόλμην πίνει ὁὀφθαλμὸς
ἀπὸτ᾿ἄστρον, ὁποῦχύνει
κύματα ἄφθαρτα φωτός.
61.
Πλανημένη ἡφαντασιά του
μέσα στὸμέλλον τὸἀργό,
ποὺπροσμένει τ᾿ὄνομά του
νὰτὸκάμη πλέον λαμπρό,
62.
ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰς σὲμία ματιοῦροπή.
Στρέφει ἀπεκεὶκαὶκοιτάει.
Ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,
63.
ἀπ᾿τοῦκόσμου ὅλου τὰπέρατα
τοῦκαιροῦἡχλαλοή,
καὶδιηγώντας τοῦτὰτέρατα
τοῦχτυπάει τὴν ἀκοή.
64.
Ἔθνη ποὺἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
καὶἄλλοι ἀτάραχτοι καὶὀρθοί.
65.
Ἀπὸφόβο καὶἀπὸτρόμο,
ἀπὸβάρβαρους δεσμούς,
ποὖναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶἀπὸμύριους ὑβρισμούς,
66.
βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺτὴν παινοῦν,
καὶκοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰτὸθαῦμα ποὺθωροῦν,
67.
μία γυναίκα, ποὖχε βάλει
μὲς στὰβάσανα ὁκαιρός,
ξαναδείχνοντας τὰκάλλη
ποὺτῆς ἔσβησε ὁζυγός,
68.
μόνον ἔχοντας γιὰσκέπη
τὰτουφέκια τὰἐθνικά,
καὶτὸχαίρεται νὰβλέπει
πὼς καὶΑὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.
69.
Ἄχ! συνέρχεται... ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποῦἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μίαν πληγή.
70.
Ἐρινύαν ἀπὸτὰχθόνια
ποὺἡἙλλάδα ἀπαρατᾷ.
Ἡθεομίσητη Διχόνοια
ποὺτὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ.
71.
Ἀφοῦἐδιώχτηκε ἀπὸτ᾿ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰπά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰκάστρα,
χωρὶς ναὔβρῃδυσκολιά.
72.
Καὶκρατώντας κάτι φίδια
ποὺεἶχε βγάλει ἀπ᾿τὴν καρδιά,
καὶχτυπώντας τὰπιτήδεια
εἰς τοὺς Ἕλληνας, περνᾶ.
73.
Καὶὄχι πλέον τραγούδια νίκης
ὡσὰν πρῶτα, ἐνῶτυφλά,
μὲτὸτρέξιμο τῆς φρίκης,
τούρκικα ἄλογα πολλά,
74.
ἐτσακίζανε τὰχνάρια
στὴν ἀπέλπιστη φυγή,
καὶἐγκρεμίζαν παλληκάρια
τοῦγκρεμνοῦἀπὸτὴν κορφή.
75.
Ὄχι, πλέον, ὄχι τὰδυνα-
τὰστοιχεῖα νὰμᾶς θωροῦν,
καὶνὰὀργίζωνται καὶἐκεῖνα
καὶγιὰμᾶς νὰπολεμοῦν.
76.
Ἀλλὰπάει στοὺς νόας μία θέρμη,
ποὺεἶναι ἀλλιώτικη ἀπ᾿αὐτή,
ὁποῦἐσκόρπισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦΤούρκου ἡ῾πιβουλή,
77.
ὅταν τόσοι ἐπέφταν χάμου,
καὶμὲλόγια ἀπελπισιᾶς,
κόψε με, ἔλεγαν, Ἀγᾶμου,
καὶτοὺς ἔκοβεν ὁἈγᾶς.
78.
Ὅμως θέρμη. Ποῖος ὑβρίζει
τὸν καλύτερο, καὶποιὸς
λόγια ἀνόητα ψιθυρίζει.
Ἄλλος στέκεται ὀκνηρός.
79.
Ἄλλος παίρνει τὸποτήρι
ἀποκάτου ἀπ᾿τὴν ἐλιά,
ὡσὰν νάτουν πανηγύρι,
μὲτὰπόδια διπλωτά.
80.
Καὶἄλλοι, ἀλίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στὸν ἀδελφό,
καὶπαινεύονται, θαρρώντας
πῶς ἐχτύπησαν ἐχθρό.
81.
Καὶτοὺς φώναξε: «Φευγᾶτε
τῆς Ἐρινύας τὴν τρικυμιά.
Ὤ! τί κάνετε; Ποῦπάτε;
Γιὰφερθεῖτε εἰρηνικά.
82.
»γιατί ἀλλιῶς θὲνὰβρεθεῖτε
ἢμὲξένο βασιλιά,
ἢθὰκαταφανισθεῖτε
ἀπὸχέρια ἀγαρηνά».
83.
Ἀφοῦἐδῶστὴν παλαιά σου
κατοικία καὶἄλλη φορὰ
μὲδιχόνοιες τὰπαιδιά σου
σοὺἑτοιμάσανε ἐξοριά,
84.
ἀπὸτότες ὁποῦἐσώθη
στὴν Ἑλλάδα ὁΣτρατηγός,
ὁποῦὁἝλληνας εἰπώθη
καὶτώρα ὄχι ὁστερινός,
85.
ἕως ποὺὁκόσμος ἐβαστοῦσε
τὸν ἀπάνθρωπον Ἀλή,
ποὺὅσον αἷμα καὶἂν ρουφοῦσε
τόσο ἐγύρευε νὰπιεῖ.
86.
Ἐπερνοῦσαν οἱαἰῶνες
ἢσὲξένη ὑποταγή,
ἢμὲψεύτικες κορῶνες,
ἢμὲσίδερα καὶὀργή.
87.
Καὶἦλθε τότες καὶἐπερπάτει
ὅπου ἐπάταγες Ἐσύ,
καὶτοῦδάκρυζε τὸμάτι,
καὶἐπιθύμαε νὰΣὲἰδεῖ.
88.
κι ἔλεε: πότε ἔρχεσαι πάλι!
Καὶδὲν εἶναι ἀληθινό,
πῶς μας εἶχε ἀδικοβάλει
μὲβρισιὲς καὶμὲθυμό.
89.
Ἐζωγράφιζαν οἱστίχοι
τὸν γαλάζιον οὐρανό,
καὶἐκλαιόνταν μὲτὴν τύχη
καὶμὲτ᾿ἄστρο τὸκακό,
90.
εἰς τὸὁποῖον ἔχει νὰσκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
καὶἡπατρίδα του νὰστρίψει
παντελῶς δὲν ἠμπορεῖ.
91.
Τώρα ἀθάμπωτη ἔχει δόξα,
καὶμὲφέρσιμο τερπνὸν
βλέπει ἀδύνατα τὰτόξα
τῶν ἀντίζηλων ἐθνῶν.
92.
Καὶλαοὺς ἁλυσοδένει,
καὶεἰς τὰπόδια τοὺς πατεῖ,
καὶτὸπέλαγο σωπαίνει
ἂν τοῦσύρει μία φωνή.
93.
Τέχνες, ἅρματα, σοφία,
τῆνε κάνουν δοξαστῆ,
ὅμως θὰβροῦνε εὐκαιρία
νὰτὴφθείρουνε οἱκαιροί,
94.
καὶνὰἰδῆτὸριζικό της
καθὼς εἶναι ἡκαταχνιά,
ποὺεἰς τὸκλίμα τὸδικό της
κρύβει τὴν ἀστροφεγγιά.
95.
«Ποῦεἶν᾿, θὰλένε σαστισμένοι,
τὸΛεοντάρι τὸἈγγλικό;
Εἶναι ἡχήτη τοῦπεσμένη,
καὶτὸμούγκρισμα βουβό».
96.
Ἀλλ᾿ἡἙλλὰς νὰξαναζήσει
ἦταν ἄξια, καὶνὰἰδεῖ
ὁἐρχομὸς νὰτὴν τιμήσει
τοῦὑψηλότατου Ποιητή.
97.
Ἔστεκε στὸμισημένο
τὸζυγὸμ᾿ἀραθυμιά.
Τὸποδάρι εἶχε δεμένο,
ἀλλὰἐλεύθερη καρδιά.
98.
Ἐκαθότουνε εἰς τὰὄρη
ὁΣουλιώτης ξακουστός.
Νὰτὸν διώξει δὲν ἠμπόρει
πείνα, δίψα, καὶἀριθμός.
99.
Συχνὰσπώντας τὰθηκάρια
μὲτὰχέρια τὰλιγνά,
ὁρμοῦν σ᾿ἄπειρα κοντάρια.
Τὲς γυναῖκες τῶν συχνά,
100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τὸν ἴδιον αἴσθημα τιμῆς,
ποὺκοιτώντας τὸν Κομβάϋ
εἶχε ὁἀνδρεῖος Τραγουδιστής.
101.
Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸμέρος
τοῦΤσαλόγγου τὸἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁἔρως
καὶτὲς ἔμπνευσε χορό.
102.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸεἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
103.
Τὰφορέματα ἐσφυρίζαν
καὶτὰξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺἐγυρίζαν
ἀπὸπάνου ἔλειπε μία.
104.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦἔκαναν μὲτὴν κάρα,
μὲτὰστήθια, στὰγκρεμά.
105.
Στὰἴδια ὅρη ἐγεννηθῆκαν
καὶτὰἀδάμαστα παιδιά,
ποὺτὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱπρῶτοι στὴφωτιά.
106.
Γιατί, ἀλίμονον! γυρίζοντας
τοὺς ηὖρε ὁΜπάϋρον σκυθρωπούς;
Ἐγυρεύανε δακρύζοντας
τὸν πλέον ἔνδοξο ἀπ᾿αὐτούς.
107.
Ὅταν στῆς νυχτὸς τὰβάθη
τὰπάντα ὅλα σιωποῦν,
καὶεἰς τὸν ἄνθρωπο τὰπάθη,
ποῦναι ἀνίκητα, ἀγρυπνοῦν,
108.
καὶγυρμένοι εἰς τὸπλευρό τους
οἱστρατιῶτες τοῦΧριστοῦ,
μύρια βλέπουν στ᾿ὄνειρό τους
ξεψυχίσματα τοῦἐχθροῦ,
109.
αὐτὸς ἄγρυπνος στενάζει,
καὶεἰς τὴν πλάκα τὴν πικρή,
ποὺτὸν Μπότσαρη σκεπάζει,
γιὰπολλὴὥρα ἀργοπορεῖ.
110.
Ἔχει πλάγιασμα θανάτου
καὶἄλλος ἄντρας φοβερὸς
εἰς τὰπόδια τοῦἀποκάτου,
καὶεἶναι ἀντίκρυ τοῦὁναός.
111.
Ἀκριβὸσὰν τὴν ἐλπίδα
ποὺἔχει πάντοτε ὁθνητός,
γλυκοφέγγει ἀπ᾿τὴθυρίδα
τῆς Ἅγιας Τράπεζας τὸφῶς.
112.
Μέσαθε ἔπαιρνε ὁἀέρας
μὲδροσόβολη πνοὴ
τὸλιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶτοῦτόφερνε ὡς ἐκεῖ.
113.
Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα.
Μον᾿τὸν ἴσκιο τοῦθωρεῖς,
ὁποῦἁπλώνεται στὰμνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,
114.
καθὼς βλέπεις καὶμαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲν ῾γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.
115.
Πές μου, Ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
οἱγενναῖοι σου στοχασμοί,
ποὺπολληώρα ἀργοποροῦνε
εἰς τοῦΜάρκου τὴν ταφή;
116.
Σκιάζεσαι ἴσως μὴχουμήσουν
ξάφνου οἱΤοῦρκοι τὸπρωί,
καὶτὸστράτευμα νικήσουν,
ποὺἔχει ἀνίκητην ὁρμή;
117.
Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴφερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;
118.
Ἤσοῦλέει στὰσπλάχνα ἡφύσις
μ᾿ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲν᾿ἀφήσεις,
γιὰνὰπᾶς στὸν Οὐρανό;»
119.
Βγαίνει μάγεμα ἀπ᾿τὴστάχτη
τῶν Ἡρώων, καὶτὸν βαστᾶ,
καὶτὴθέλησι τοῦἀδράχτει.
Τότε αἰσθάνεται μὲμία,
120.
τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺμὲφλόγα ἀναζητεῖ
νὰτοῦσύρει τὸκορμί του
σὲφωτιὰπολεμική.
121.
Τοῦπολέμου ἔνδοξοι οἱκάμποι!
Εἶδ᾿ἡἙλλάδα τολμηρὰ
καὶτὸΣοφοκλῆνὰλάμπει
μέσα στὴν ἁρματωσιά.
122.
Καὶεἶδε Αὐτόν, ποὺπαρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὠρκόνονταν φριχτά.
123.
Ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδὲς τοῦτὰπαιδιά,
καὶαἰσθανότανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά.
124.
Καὶτὰμάτια τοὺς γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά.
Τῶν μορφῶν, ὁποῦβαστοῦσαν
τραγουδώντας τὲς γλυκά.
125.
Στὴφωτιά! καὶθρέφει ἐλπίδα
νὰνικήσει, νὰἠμπορεῖ
νὰἐπιστρέψει στὴν Πατρίδα,
τὸκοράσιό του νὰεὑρεῖ.
126.
Νὰτοῦλέγει μ᾿ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό,
εἰς τοῦστήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶἐγώ.
127.
Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰστήθια τοῦπατρός.
Νά, τὴν ζώνη ποὺἔχει κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦἀντρός».
128.
Καὶτὸπέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡκορασιά,
καὶξεφάντωση γυρεύει
μὲτραγούδια τρυφερά.
129.
«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κᾶμε τόνε νικητή,
εἰς τὰχώματα, στὰὁποῖα
ἡγυναίκα ἀπαρατεῖ
130.
τὰστολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶἀποκάτου ἀπ᾿τὸβυζὶ
ζώνεται ἅρματα, καὶπέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.
131.
Κᾶμε Ἐσὺμὲτὴν μητέρα
τὴγλυκειά μου νὰἑνωθεῖ
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡἈγγλία σὲκαρτερεῖ.
132.
Τὸκαράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲθάλασσα ἀγγλική;
Μοῦσπαράζουνε τὰσπλάχνη,
ὁποῦμοῦἔκανες ἐσύ.
133.
Πές, πότ᾿ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν᾿τὸπλοῖο του στὰνερά,
ποὺφλοισβήζουνε σχισμένα,
καὶποσῶς δὲν τ᾿ἀγροίκα.
134.
Ποῖος, ἀλίμονον! μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴπαρηγοριᾶς;
Ἀπ᾿αὐτὸν δὲθὲνὰμείνει
μήτε ἡστάχτη του μέ μας.
135.
Θὰτὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στὸκαλό.
Ὕπνος ἔξαφνα σὲπῆρε,
ποὺδὲν ἔχει ξυπνημό.
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲβλάβει,
ἂν ἐκεῖσιμοτινὸ
πλέξει ἢτούρκικο καράβι,
ἢκαράβι ἑλληνικό.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶσὲχαιρετᾶ,
ἡπατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶτοῦἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰπάντα εἶχε νὰμείνει,
καὶἀπὸΣὲνὰχωριστεῖ.
139.
Ἀρχινάει τοῦξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁλογισμὸς
καὶκάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶτοῦκρύβεται ἀπ᾿ἐμπρός.
140.
Ἀλλὰἀντίκρυ ἀπὸτὰπλάσματα
τοῦνοὸς τὰἀληθινά,
τοῦπροβαίνουν δυὸφαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶὀρθά.
Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα.
Μον᾿τὸν ἴσκιο τοῦθωρεῖς,
ὁποῦἁπλώνεται στὰμνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,
114.
καθὼς βλέπεις καὶμαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲν ῾γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.
115.
Πές μου, Ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
οἱγενναῖοι σου στοχασμοί,
ποὺπολληώρα ἀργοποροῦνε
εἰς τοῦΜάρκου τὴν ταφή;
116.
Σκιάζεσαι ἴσως μὴχουμήσουν
ξάφνου οἱΤοῦρκοι τὸπρωί,
καὶτὸστράτευμα νικήσουν,
ποὺἔχει ἀνίκητην ὁρμή;
117.
Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴφερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;
118.
Ἤσοῦλέει στὰσπλάχνα ἡφύσις
μ᾿ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲν᾿ἀφήσεις,
γιὰνὰπᾶς στὸν Οὐρανό;»
119.
Βγαίνει μάγεμα ἀπ᾿τὴστάχτη
τῶν Ἡρώων, καὶτὸν βαστᾶ,
καὶτὴθέλησι τοῦἀδράχτει.
Τότε αἰσθάνεται μὲμία,
120.
τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺμὲφλόγα ἀναζητεῖ
νὰτοῦσύρει τὸκορμί του
σὲφωτιὰπολεμική.
121.
Τοῦπολέμου ἔνδοξοι οἱκάμποι!
Εἶδ᾿ἡἙλλάδα τολμηρὰ
καὶτὸΣοφοκλῆνὰλάμπει
μέσα στὴν ἁρματωσιά.
122.
Καὶεἶδε Αὐτόν, ποὺπαρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὠρκόνονταν φριχτά.
123.
Ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδὲς τοῦτὰπαιδιά,
καὶαἰσθανότανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά.
124.
Καὶτὰμάτια τοὺς γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά.
Τῶν μορφῶν, ὁποῦβαστοῦσαν
τραγουδώντας τὲς γλυκά.
125.
Στὴφωτιά! καὶθρέφει ἐλπίδα
νὰνικήσει, νὰἠμπορεῖ
νὰἐπιστρέψει στὴν Πατρίδα,
τὸκοράσιό του νὰεὑρεῖ.
126.
Νὰτοῦλέγει μ᾿ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό,
εἰς τοῦστήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶἐγώ.
127.
Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰστήθια τοῦπατρός.
Νά, τὴν ζώνη ποὺἔχει κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦἀντρός».
128.
Καὶτὸπέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡκορασιά,
καὶξεφάντωση γυρεύει
μὲτραγούδια τρυφερά.
129.
«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κᾶμε τόνε νικητή,
εἰς τὰχώματα, στὰὁποῖα
ἡγυναίκα ἀπαρατεῖ
130.
τὰστολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶἀποκάτου ἀπ᾿τὸβυζὶ
ζώνεται ἅρματα, καὶπέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.
131.
Κᾶμε Ἐσὺμὲτὴν μητέρα
τὴγλυκειά μου νὰἑνωθεῖ
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡἈγγλία σὲκαρτερεῖ.
132.
Τὸκαράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲθάλασσα ἀγγλική;
Μοῦσπαράζουνε τὰσπλάχνη,
ὁποῦμοῦἔκανες ἐσύ.
133.
Πές, πότ᾿ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν᾿τὸπλοῖο του στὰνερά,
ποὺφλοισβήζουνε σχισμένα,
καὶποσῶς δὲν τ᾿ἀγροίκα.
134.
Ποῖος, ἀλίμονον! μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴπαρηγοριᾶς;
Ἀπ᾿αὐτὸν δὲθὲνὰμείνει
μήτε ἡστάχτη του μέ μας.
135.
Θὰτὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στὸκαλό.
Ὕπνος ἔξαφνα σὲπῆρε,
ποὺδὲν ἔχει ξυπνημό.
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲβλάβει,
ἂν ἐκεῖσιμοτινὸ
πλέξει ἢτούρκικο καράβι,
ἢκαράβι ἑλληνικό.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶσὲχαιρετᾶ,
ἡπατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶτοῦἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰπάντα εἶχε νὰμείνει,
καὶἀπὸΣὲνὰχωριστεῖ.
139.
Ἀρχινάει τοῦξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁλογισμὸς
καὶκάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶτοῦκρύβεται ἀπ᾿ἐμπρός.
140.
Ἀλλὰἀντίκρυ ἀπὸτὰπλάσματα
τοῦνοὸς τὰἀληθινά,
τοῦπροβαίνουν δυὸφαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶὀρθά.
141.
Ἡἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή,
ἐνῶἡτύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶἘσύ,
142.
Ἐσύ, θεία τοῦἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲτὰφέγγη σου, καὶαὐτὴ
ὅπου σ᾿ἔφθανε στὸγόνα
μὲτὴν ὤρια κεφαλή,
143.
γιὰλίγη ὥρα τοῦσηκώνεται
τοῦἄλλου κόσμου τὴθωριά,
καὶσ᾿ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲτὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.
144.
Ἔτσι ὁἌνθρωπος τοῦΑἰῶνος,
ὅταν ἔπαυε νὰζεῖ,
καθὼς ἤθελεν ὁφθόνος,
σ᾿ἕνα ἀγνώριστο νησί,
Ἡἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή,
ἐνῶἡτύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶἘσύ,
142.
Ἐσύ, θεία τοῦἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲτὰφέγγη σου, καὶαὐτὴ
ὅπου σ᾿ἔφθανε στὸγόνα
μὲτὴν ὤρια κεφαλή,
143.
γιὰλίγη ὥρα τοῦσηκώνεται
τοῦἄλλου κόσμου τὴθωριά,
καὶσ᾿ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲτὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.
144.
Ἔτσι ὁἌνθρωπος τοῦΑἰῶνος,
ὅταν ἔπαυε νὰζεῖ,
καθὼς ἤθελεν ὁφθόνος,
σ᾿ἕνα ἀγνώριστο νησί,
145.
καὶεἶχε μάρτυρα εἰς τὸβράχο
τοῦΘεοῦτὸν ὀφθαλμό,
καὶτριγύρω τοῦμονάχο
τοῦπελάου τὸγογγυτό.
146.
Ἐνῶἀνάδινε ἡψυχῆτου
μόνους ἄφησε νὰἐλθοῦν
ἡΓαλλία καὶτὸπαιδί του
πρὸς τὰμάτια, πρὶν σβησθοῦν.
147.
Καὶὄχι ἡμοίρα, ὁποῦσαράντα
νίκες τοῦἄδραξε ἡσκληρή,
καὶβαρύτερη εἶναι πάντα
σὲκαρδιὰβασιλική.
148.
Ὄχι ἡδόξα ἡπερασμένη,
ποὺμὲβία πολεμικὴ
τοῦἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: Ἀκαρτέρει,
καὶεἶχε μάρτυρα εἰς τὸβράχο
τοῦΘεοῦτὸν ὀφθαλμό,
καὶτριγύρω τοῦμονάχο
τοῦπελάου τὸγογγυτό.
146.
Ἐνῶἀνάδινε ἡψυχῆτου
μόνους ἄφησε νὰἐλθοῦν
ἡΓαλλία καὶτὸπαιδί του
πρὸς τὰμάτια, πρὶν σβησθοῦν.
147.
Καὶὄχι ἡμοίρα, ὁποῦσαράντα
νίκες τοῦἄδραξε ἡσκληρή,
καὶβαρύτερη εἶναι πάντα
σὲκαρδιὰβασιλική.
148.
Ὄχι ἡδόξα ἡπερασμένη,
ποὺμὲβία πολεμικὴ
τοῦἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: Ἀκαρτέρει,
149.
Στὴν ταφή του μὲτὴν πάχνη
χύν᾿ἡβρύση τὸνερό,
ποὺτοῦδρόσισε τὰσπλάχνη,
εἰς τὸψυχομαχητό.
150.
Τὲς ἡμέρες, ὁποῦἂν μόνο
τ᾿ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸθρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱβασιλεῖς,
151.
κατά μας καὶΑὐτὸς ἀκόμη
εἶχε ρίξει μία ματιά.
Εἶναι ἡδάφνη ὡραῖα στὴν κόμη,
ὅταν φέρνει ἐλευθεριά.
152.
Ὤ! νὰμάθαινε ὁΜεγάλος
πόσην ἔδειξε χαρὰ
ἀγροικώντας ἕνας Γάλλος:
ἐχαθῆκαν τὰΨαρά.
153.
Φωνὴν τρόμου ἡἙλλάδα σύρνει,
σύρνει, καὶἔπειτα σιωπεῖ.
Ὅμως κρότους μὲς στὴΣμύρνη
ὅλη ἡνύχτα ἠχολογεῖ.
154.
Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι.
Δὲν εἶν᾿γέννημα Τουρκῶν,
ὁποῦτρώοντας περιπαίζει
τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν.
155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
καὶχτυποῦν τὰφωτερὰ
στὰὁλογέμιστα ποτήρια,
καὶστὰγέλια τὰτρελλά.
156.
Μὲἁρμονίες τοὺς κράζει ἡλύρα,
καὶἐπετάχτηκαν ὁμού,
λυσσιασμένοι ἀπὸτὴν πύρα
τῆς χαρᾶς καὶτοῦκρασιοῦ.
157.
Καὶχορεύουνε τριγύρου...
Γειά σας, Γάλλοι εὐγενικοί!
Εἶν᾿τὰχώματα τοῦὉμήρου
που το πόδι σας πατει.
Στὴν ταφή του μὲτὴν πάχνη
χύν᾿ἡβρύση τὸνερό,
ποὺτοῦδρόσισε τὰσπλάχνη,
εἰς τὸψυχομαχητό.
150.
Τὲς ἡμέρες, ὁποῦἂν μόνο
τ᾿ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸθρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱβασιλεῖς,
151.
κατά μας καὶΑὐτὸς ἀκόμη
εἶχε ρίξει μία ματιά.
Εἶναι ἡδάφνη ὡραῖα στὴν κόμη,
ὅταν φέρνει ἐλευθεριά.
152.
Ὤ! νὰμάθαινε ὁΜεγάλος
πόσην ἔδειξε χαρὰ
ἀγροικώντας ἕνας Γάλλος:
ἐχαθῆκαν τὰΨαρά.
153.
Φωνὴν τρόμου ἡἙλλάδα σύρνει,
σύρνει, καὶἔπειτα σιωπεῖ.
Ὅμως κρότους μὲς στὴΣμύρνη
ὅλη ἡνύχτα ἠχολογεῖ.
154.
Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι.
Δὲν εἶν᾿γέννημα Τουρκῶν,
ὁποῦτρώοντας περιπαίζει
τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν.
155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
καὶχτυποῦν τὰφωτερὰ
στὰὁλογέμιστα ποτήρια,
καὶστὰγέλια τὰτρελλά.
156.
Μὲἁρμονίες τοὺς κράζει ἡλύρα,
καὶἐπετάχτηκαν ὁμού,
λυσσιασμένοι ἀπὸτὴν πύρα
τῆς χαρᾶς καὶτοῦκρασιοῦ.
157.
Καὶχορεύουνε τριγύρου...
Γειά σας, Γάλλοι εὐγενικοί!
Εἶν᾿τὰχώματα τοῦὉμήρου
που το πόδι σας πατει.
158.
Γιατί μες᾿στ᾿ἀχρεία τους σπλάχνη
τὸφαγὶκαὶτὸποτὸ
σὲφαρμάκι δὲν ἀλλάχνει,
νὰτοὺς φάει τὸσωθικό;
159.
Καὶἀπ᾿τὴμάνητα ν᾿ἀνάψει
ἀρμοδιώτερος χορός,
τὸν ὁποῖον μόνος νὰπάψει
σκληρὸς θάνατος καὶἀργός,
160.
γιὰν᾿ἀρχίσουν τὴχαρά τους,
ὄντας φάσματα ἐλαφρά,
ἐμπροστὰστὸβασιλιά τους,
καὶστὸΜπάϋρον ἐμπροστά,
161.
ὁποῦφθάνοντας κεῖκάτου
ἴσως τούμεινε ὡς ἐκεῖ
ἡἀέρινη ἀγκαλιά του,
σὰν πρωτύτερα, ἀνοιχτή!
162.
Τόνε βλέπω! Τοῦπροβαίνουν
ἄλλα φάσματα γοργά,
ποὺἀκατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, καὶεἶναι Ἑλληνικά.
163.
Γιὰτὴν ποθητὴν Ἑλλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτοῦν,
σὰν νὰἐζήτααν τὴγλυκάδα
τοῦφωτὸς νὰξαναϊδοῦν.
164.
Κλάψες ἄμετρα χυμένες,
χέρια ἁπλότρεμα, κραυγές,
ποὺἀπ᾿τ᾿ς ἀντίλαλους πωμένες
εἶναι πλέον τρομαχτικές.
165.
Κειὸς σεβάσμια προχωρώντας,
καὶμὲἀνήσυχες ματιές,
τὰπροσώπατα κοιτώντας,
καὶκοιτώντας τὲς πληγές:
166.
«ἩΔιχόνοια κατατρέχει
τὴν Ἑλλάδα. Ἂν νικηθεῖ,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ᾿ὄνομά σας ξαναζεῖ».
Γιατί μες᾿στ᾿ἀχρεία τους σπλάχνη
τὸφαγὶκαὶτὸποτὸ
σὲφαρμάκι δὲν ἀλλάχνει,
νὰτοὺς φάει τὸσωθικό;
159.
Καὶἀπ᾿τὴμάνητα ν᾿ἀνάψει
ἀρμοδιώτερος χορός,
τὸν ὁποῖον μόνος νὰπάψει
σκληρὸς θάνατος καὶἀργός,
160.
γιὰν᾿ἀρχίσουν τὴχαρά τους,
ὄντας φάσματα ἐλαφρά,
ἐμπροστὰστὸβασιλιά τους,
καὶστὸΜπάϋρον ἐμπροστά,
161.
ὁποῦφθάνοντας κεῖκάτου
ἴσως τούμεινε ὡς ἐκεῖ
ἡἀέρινη ἀγκαλιά του,
σὰν πρωτύτερα, ἀνοιχτή!
162.
Τόνε βλέπω! Τοῦπροβαίνουν
ἄλλα φάσματα γοργά,
ποὺἀκατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, καὶεἶναι Ἑλληνικά.
163.
Γιὰτὴν ποθητὴν Ἑλλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτοῦν,
σὰν νὰἐζήτααν τὴγλυκάδα
τοῦφωτὸς νὰξαναϊδοῦν.
164.
Κλάψες ἄμετρα χυμένες,
χέρια ἁπλότρεμα, κραυγές,
ποὺἀπ᾿τ᾿ς ἀντίλαλους πωμένες
εἶναι πλέον τρομαχτικές.
165.
Κειὸς σεβάσμια προχωρώντας,
καὶμὲἀνήσυχες ματιές,
τὰπροσώπατα κοιτώντας,
καὶκοιτώντας τὲς πληγές:
166.
«ἩΔιχόνοια κατατρέχει
τὴν Ἑλλάδα. Ἂν νικηθεῖ,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ᾿ὄνομά σας ξαναζεῖ».