Quantcast
Channel: Λογοτεχνικό Περιβόλι!
Viewing all articles
Browse latest Browse all 23914

"Ωδήν εις τον θάνατον του Λόρντ Μπάυρον"του Διονύσιου Σολωμού

$
0
0






Σημείωση:
Ο Διονύσιος Σολωμός, μαθαίνοντας το θλιβερό μαντάτο του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα, έγραψε την ονομαστή του
"Ωδήν εις τον θάνατον του Λόρντ Μπάυρον"
Ας την διαβάσουμε ,γιατί  όπως τονίζει ο Οδυσσέας Ελύτης στο
«Άξιον εστί»:
«όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.»
Να τονίσουμε εδώ,πως ο  George Gordon Byron, ήταν  Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού κι ένας από τους πιο ένθερμους φιλέλληνες, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας.
 Υπήρξε μια από τις πιο θρυλικές μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως λόγω της περιπετειώδους ζωής του.


Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον


1.
Λευτεριά, γι
λίγο πάψε
ν
χτυπς μτσπαθί.
Τώρα σίμωσε κα
κλάψε
ε
ς τοΜπάιρον τκορμί.

2.
Κα
κατόπι ς κλουθονε
σοι πράξανε λαμπρά.
ποπάνου του ς χτυπονε
μόνο στήθια
ρωικά.

3.
Πρ
τοι ς λθουνε οΣουλιτες,
κα
π᾿τΛείψανον ατ
ς μακραίνουνε οπροδότες
κα
π᾿τλόγια ποθπ.

4.
Φλάμπουρα,
πλα τιμημένα,
ς γυρθον καττγ,
καθ
ς τανε γυρμένα
ε
ς τοΜάρκου τθανή,

5.
πο
βαστοσε τμαχαίρι,
ταν τολειψε ζωή,
μεσ
᾿στνδρόφονο τχέρι,
κα
δν τ᾿φηνε νβγε.

6.
ναθράφηκε γενναος
στ
ν ρμάτων τν κλαγγή.
Το
τον μπνευσε, ντας νέος,
μία θε
μελωδική.

7.
Μ
τς θεες τς δελφάδες
στεκότουν σιωπηλή,
ναξαίνανε ολαμπράδες
στο
Θεοτν κεφαλή,

8.
πο
μελέτουνε τΧτίσι.
Κα
τι βγκε προσταγή,
ποστένεψε τΦύση
α
φνιδίως νφωτιστε,

9.
Μ
τμάτια κολουθώντας
τ
νεογέννητο τφς,
κα
σδατο ναφτερώντας,
τ
ς ξέβγαινε ψαλμς

10.
π᾿τ᾿θάνατο τστόμα,
κα
πομάκραινε βροντή,
πο
τΧάος κανε κόμα
στ
ν γλήγορη φυγή,

11.
ως πολόκληρον χάθη
στο
ρεβου τφυλακή,
που πλώθηκε καστάθη
σ
ν στν πρώτη του πηγή.

12.
- Ψάλλε, Μπάιρον, το
λαλοσε,
σες βλέπεις μορφιές.
κα
κειός, ποκρυφαγροικοσε
νταπόκριση μ᾿ατές,

13.
βάνεται, τ
ς τραγουδάει
μ
᾿να χελο ρμονικό,
κα
τπάθη τσι στογγιάει,
πο
τραγούδι πλέον ψηλό,

14.
δ
ν κούστηκεν, π᾿τα
ψαλ᾿γγλος τυφλς
τ
᾿γκαλιάσματα τπρτα
πο
δωσ᾿ντρας γυναικός.

15.
Συχν
βράχνιασε μιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
π
ς στν λιον ποκάτου
ε
ναι λίγη λευθεριά.

16.
«Κάθε γ
» παραπονιέται
«
σκλαβώθηκε - εναι μία,
που νθρωπος τιμιέται,
πδώθενε μακριά;

17.
Τ
ν ποία χτυπάει τνάμα
σύνορα τ
᾿τλαντικό.
μετανιώνει
ν τμα
ποιος πάει μστοχασμό,

18.
τ
γλυκειν λευθερία
ν
τν βλάψει πκοντά.
τ
δοκίμασεν γγλία!
κανε
ς πλέον ς μν κοτ».

19.
Κα
τι βούλεται νφύγει
κεπέρα Ποιητής,
νεπόλπιστα ξανοίγει
σδνπεταχτες.

20.
πετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρ
ς λλος νσοπε.
Τώρα
ρχίνησε τμάχη,
κι
γπλάκωσα μαζί.

21.
Ν
σ᾿τπε, κανσρίξει
στ
ν Τουρκν τς τουφεκις
συντρόφιαστη, ν ξανοίξει
τ
ς περίστασες δεινές,

22.
κι
ν τς ερει ετυχισμένες,
νά
λθει ντς γιτν χθρό,
μ
᾿λλες λυσες φτειασμένες
ποκάτου π᾿τΣταυρό,

23.
πο
χε λάβει στς γκάλες
πμς, κι εχε θεούς,
στραπές, νεμοζάλες,
κα
βροντς καποταμούς.
24.
Μόνον τ
᾿δικοσφαγμένα
τ
παιδιά σου, στριμωχτά,
μ
τχέρια τσακισμένα
σ
σπρώξαε μπροστά,

25.
κα
Σχύθηκες, πετώντας
μία ματι
στν Ορανό,
πο
τδίκια σου θωρώντας,
ποκρίθηκε: Εμ᾿δ.

26.
Κα
χτυπώντας ξεθυμαίνει
ε
ς τπέλαγο, ες τγ,
ρομφαία σου πυρωμένη
χ τν πλαστη Φωνή.

27.
Κα
θαυμάσια τόσα πράχτει,
ποοΤύραννοι τς γς
σ
᾿σκίνησαν μχτι,
μως στρεψαν εθύς.

28.
Χα
ρε! Κι ποιος σμισάει,
κα
πικρσλοιδορε,
ε
τυχινπιθυμάει,
κα
ποτνμτν δε.

29.
κα
νκλαίει πς λθε ρα
πατρίς του νδεθε
μ
τσίδερα, ποτώρα
π
ς συντρίβοντας σύ.

30.
Χαίρου
στόσο λους τος τόπους,
πο
ξανάλαβαν γοργ
πάλι
λεύθερους νθρώπους.
Κα
τοΜπάϋρον τχαρά.

31.
Χαίρου,
νάμεσα στλλα
πράγματα πο
στιμον.
Ο
μεγάλοι τμεγάλα,
πο
τος μοιάζουνε, γαπον.

32.
Βλέποντας σ
ναγαλλιάζει
θλιμμένη τοψυχή,
κα
τολέει. πλα φωνάζει
τώρα
λλάδα. Πμε κε.

33.
Κα
κινάει νσ᾿παντήσει
κα
Φήμη τοΠοιητο,
πο
τν κόσμο εχε γυρίσει,
κα
τδέχτηκαν παντο,

34.
μπροστοπάταε, ν
σκράξει
μ
νομα τόσο γλυκύ,
πο
ποιο μάτι σκοιτάξει
σ
ξανοίγει πλέον σεμνή.

35.
Τ
ν κολούθησεν πλοτος,
θε
ος στχέρια τοκαλο,
κα
κακόπραχτος, ν οτως
κα
εν᾿στχέρια τοκακο.

36.
Μ
᾿να βλέμμα ποφονεύει
τ
φρονήματα τασχρά,
τρομερ
τν συντροφεύει,
στέκοντάς του ε
ς τδεξιά.

37.
Κα
ντας φαντη στος λλους,
το
λκαίου σκιά,
κα
τος μους τος μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,

38.
λόγια
θάνατα τολέει,
μ
τποα στσωθικ
τ
θυμό του ξανακαίει
ναντίον στν δικιά.

39.
θυμόν, τρόμο
λον γεμάτον,
πο
νικάει τν ταραχ
τ
ν βροντόκραυγων ρμάτων,
κα
πετιέται λομρμή,

40.
κα
τοτύραννου χτυπάει
τ
βουλή, κατν ξυπνά,
στ
στιγμπομελετάει
τ
ν λαν τσυμφορά.

41.
Μόνον
κουε τοΚοράκου
τ
ς Αστρίας τκραυγητό,
πο
δν κρωζε τοκάκου,
κα
πεθύμαε τκακό.

42.
μοίως στρεφεν Μοίρα,
πο
εχε πάντοτε σταθε
μές
᾿στς Κόλασης τθύρα
μ
τκρίμα νταμωτή,

43.
στρεφε καττΧτίση,
γιατί
μύριζε νεκρ
μυρωδιά, πο
χσκορπίσει
πικρμεταβολή.

44.
Κα
πτ᾿πειρο διάστημα
ντισήκωνε ψηλ
τ
μιαρό της τνάστημα,
ν
χαρετμυρωδιά.

45.
Στ
ν λλάδα χαροκόπι.
Γιατί
κενον, ποζητε,
βλέπει νάρχεται, κα
οτόποι
πο
σκλαβικαταπατε,

46.
χαμηλ
τν κεφαλήν τους,
γροικώντας τβουή,
δακρύζαν, καοδεσμοί τους
το
ς φάνησαν διπλοί.

47.
λλμέσως λοι ολλοι
πο
εχαν λευθερωθε,
κα
χουν δάφνη στκεφάλι
πο
δν θέλει μαραθε,

48.
τ
ς σημαες τος ξεδιπλώνουν,
κα
τς δάφνες ποφορον
χαιρετώντας τ
ν σηκώνουν,
κα
μ᾿ατς τν προσκαλον.

49.
Πο
θπάει; Βουνκαλόγγοι
κα
λαγκάδια ϊλογον.
Πο
θπάει; - ΣτΜεσολόγγι,
κα
λλοι ς μζηλοφθονον.

50.
Τέτοιο χ
μα, π᾿τν μέρα
τ
μεγάλη του Χριστο,
πο
εχε φέρει π᾿τν αθέρα
τιμ
μς καδόξα Ατο,

51.
ε
ς ερπροσκυνητάρι,
κα
δθέλει πατηθε
πβάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ
ταν χαλαστε.

52.
Δ
ν ταν τμέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Νά, μολύβια, νά, μπαρούτι,
νά, σπαθι
ν λαμποκοπή.

53.
Στ
ν έρα νακατώνονται
ο
σπιθόβολοι καπνοί,
κα
ππάνου φανερώνονται
σκιοι θεοι πολεμικοί.

54.
Κα
εναι ατοί, ποπολεμώντας
σκεπάσανε τγ,
πάνου ε
ς τ᾿ρματα βροντώντας
μ
τλεύθερο κορμί.

55.
Κα
γκαλιάσματα κεπλήθια,
δάφνες
λαβαν, φιλιά,
σα λάβανε ες τστήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.

56.
λοι κενοι οπολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνο

τ
ν ψυχτοΠατριάρχη,
πο
τν πόλεμο ελογε.

57.
Κα
ναδεύονται, καγέρνουν,
κα
ες τπρόσωπο λαροί,
χεραπλώνουνε κα
παίρνουν
πτσπιθοβολή.
58.
δβλέπει ντρειωμένα
ν
φρονον παρποτέ.
Κα
λος ρωτα γισένα
προσηλώνεται ε
ς σέ.

59.
Τ
πουλί, ποβασιλεύει
πάνου ε
ς τ᾿λλα τπουλιά,
γληγορώτατα
ναδεύει
τ
αθερόλαμνα φτερά,

60.
τρέχει, χάνεται, κα
πίνει
τόλμην πίνει
φθαλμς
πτ᾿στρον, ποχύνει
κύματα
φθαρτα φωτός.

61.
Πλανημένη
φαντασιά του
μέσα στ
μέλλον τργό,
πο
προσμένει τ᾿νομά του
ν
τκάμη πλέον λαμπρό,

62.
λοφλόγιστη πηδάει
ε
ς σμία ματιοροπή.
Στρέφει
πεκεκακοιτάει.
νεκδιήγητη ντηχε,

63.
π᾿τοκόσμου λου τπέρατα
το
καιροχλαλοή,
κα
διηγώντας τοττέρατα
το
χτυπάει τν κοή.

64.
θνη πολλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
λλοι πέφτουνε, λλοι τρίζουν,
κα
λλοι τάραχτοι καρθοί.

65.
πφόβο καπτρόμο,
πβάρβαρους δεσμούς,
πο
ναι σκόρπιοι ες κάθε δρόμο,
κα
πμύριους βρισμούς,

66.
βγαίνει,
νάμεσα στος κρότους
τ
ν γενναίων ποτν παινον,
κα
κοιτονται νάμεσό τους
γι
τθαμα ποθωρον,

67.
μία γυναίκα, πο
χε βάλει
μ
ς στβάσανα καιρός,
ξαναδείχνοντας τ
κάλλη
πο
τς σβησε ζυγός,

68.
μόνον
χοντας γισκέπη
τ
τουφέκια τθνικά,
κα
τχαίρεται νβλέπει
π
ς καΑτς τν κλουθ.

69.
χ! συνέρχεται... ξανοίγει
ρινύαν φαρμακερή,
πογιάτρευτην νοίγει
τ
ς λλάδας μίαν πληγή.

70.
ρινύαν πτχθόνια
πο
λλάδα παρατ.
θεομίσητη Διχόνοια
πο
τν νθρωπο χαλν.

71.
φοδιώχτηκε πτ᾿στρα
που τόλμησε νπά,
πάει στο
ς κάμπους, πάει στκάστρα,
χωρ
ς ναβρδυσκολιά.

72.
Κα
κρατώντας κάτι φίδια
πο
εχε βγάλει π᾿τν καρδιά,
κα
χτυπώντας τπιτήδεια
ε
ς τος λληνας, περν.

73.
Κα
χι πλέον τραγούδια νίκης
σν πρτα, ντυφλά,
μ
ττρέξιμο τς φρίκης,
τούρκικα
λογα πολλά,

74.
τσακίζανε τχνάρια
στ
ν πέλπιστη φυγή,
κα
γκρεμίζαν παλληκάρια
το
γκρεμνοπτν κορφή.

75.
χι, πλέον, χι τδυνα-
τ
στοιχεα νμς θωρον,
κα
νργίζωνται κακενα
κα
γιμς νπολεμον.

76.
λλπάει στος νόας μία θέρμη,
πο
εναι λλιώτικη π᾿ατή,
ποσκόρπισε στν ρμη
Χίο το
Τούρκου πιβουλή,

77.
ταν τόσοι πέφταν χάμου,
κα
μλόγια πελπισις,
κόψε με,
λεγαν, γμου,
κα
τος κοβεν γς.

78.
μως θέρμη. Ποος βρίζει
τ
ν καλύτερο, καποις
λόγια
νόητα ψιθυρίζει.
λλος στέκεται κνηρός.

79.
λλος παίρνει τποτήρι
ποκάτου π᾿τν λιά,
σν νάτουν πανηγύρι,
μ
τπόδια διπλωτά.

80.
Κα
λλοι, λίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στ
ν δελφό,
κα
παινεύονται, θαρρώντας
π
ς χτύπησαν χθρό.

81.
Κα
τος φώναξε: «Φευγτε
τ
ς ρινύας τν τρικυμιά.
! τί κάνετε; Ποπάτε;
Γι
φερθετε ερηνικά.

82.
»γιατί
λλις θνβρεθετε
μξένο βασιλιά,
θκαταφανισθετε
πχέρια γαρηνά».

83.
φοδστν παλαιά σου
κατοικία κα
λλη φορ
μ
διχόνοιες τπαιδιά σου
σο
τοιμάσανε ξοριά,

84.
πτότες ποσώθη
στ
ν λλάδα Στρατηγός,
πολληνας επώθη
κα
τώρα χι στερινός,

85.
ως ποκόσμος βαστοσε
τ
ν πάνθρωπον λή,
πο
σον αμα καν ρουφοσε
τόσο
γύρευε νπιε.

86.
περνοσαν οαἰῶνες
σξένη ποταγή,
μψεύτικες κορνες,
μσίδερα καργή.

87.
Κα
λθε τότες καπερπάτει
που πάταγες σύ,
κα
τοδάκρυζε τμάτι,
κα
πιθύμαε νΣδε.

88.
κι
λεε: πότε ρχεσαι πάλι!
Κα
δν εναι ληθινό,
π
ς μας εχε δικοβάλει
μ
βρισις καμθυμό.

89.
ζωγράφιζαν οστίχοι
τ
ν γαλάζιον ορανό,
κα
κλαιόνταν μτν τύχη
κα
μτ᾿στρο τκακό,

90.
ε
ς τποον χει νσκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
κα
πατρίδα του νστρίψει
παντελ
ς δν μπορε.

91.
Τώρα
θάμπωτη χει δόξα,
κα
μφέρσιμο τερπνν
βλέπει
δύνατα ττόξα
τ
ν ντίζηλων θνν.

92.
Κα
λαος λυσοδένει,
κα
ες τπόδια τος πατε,
κα
τπέλαγο σωπαίνει
ν τοσύρει μία φωνή.

93.
Τέχνες,
ρματα, σοφία,
τ
νε κάνουν δοξαστ,
μως θβρονε εκαιρία
ν
τφθείρουνε οκαιροί,

94.
κα
νδτριζικό της
καθ
ς εναι καταχνιά,
πο
ες τκλίμα τδικό της
κρύβει τ
ν στροφεγγιά.

95.
«Πο
εν᾿, θλένε σαστισμένοι,
τ
Λεοντάρι τγγλικό;
Ε
ναι χήτη τοπεσμένη,
κα
τμούγκρισμα βουβό».

96.
λλ᾿λλς νξαναζήσει
ταν ξια, κανδε
ρχομς ντν τιμήσει
το
ψηλότατου Ποιητή.

97.
στεκε στμισημένο
τ
ζυγμ᾿ραθυμιά.
Τ
ποδάρι εχε δεμένο,
λλλεύθερη καρδιά.

98.
καθότουνε ες τρη
Σουλιώτης ξακουστός.
Ν
τν διώξει δν μπόρει
πείνα, δίψα, κα
ριθμός.

99.
Συχν
σπώντας τθηκάρια
μ
τχέρια τλιγνά,
ρμον σ᾿πειρα κοντάρια.
Τ
ς γυνακες τν συχνά,

100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τ
ν διον ασθημα τιμς,
πο
κοιτώντας τν Κομβάϋ
ε
χε νδρεος Τραγουδιστής.

101.
Τ
ς μάζωξε ες τμέρος
το
Τσαλόγγου τκριν
τ
ς λευθερις ρως
κα
τς μπνευσε χορό.

102.
Τέτοιο πήδημα δ
ν τεδαν
ο
τε γάμοι, οτε χαρές,
κα
λλες μέσα τους πήδαν
θωότερες ζωές.

103.
Τ
φορέματα σφυρίζαν
κα
τξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο πο
γυρίζαν
ππάνου λειπε μία.

104.
Χωρ
ς γόγγυσμα κι ντάρα
πάρα
κείνη μοναχά,
ποκαναν μτν κάρα,
μ
τστήθια, στγκρεμά.

105.
Στ
δια ρη γεννηθκαν
κα
τδάμαστα παιδιά,
πο
τν σήμερο χυθκαν
πάντα ο
πρτοι στφωτιά.

106.
Γιατί,
λίμονον! γυρίζοντας
το
ς ηρε Μπάϋρον σκυθρωπούς;
γυρεύανε δακρύζοντας
τ
ν πλέον νδοξο π᾿ατούς.

107.
ταν στς νυχτς τβάθη
τ
πάντα λα σιωπον,
κα
ες τν νθρωπο τπάθη,
πο
ναι νίκητα, γρυπνον,

108.
κα
γυρμένοι ες τπλευρό τους
ο
στρατιτες τοΧριστο,
μύρια βλέπουν στ
᾿νειρό τους
ξεψυχίσματα το
χθρο,

109.
α
τς γρυπνος στενάζει,
κα
ες τν πλάκα τν πικρή,
πο
τν Μπότσαρη σκεπάζει,
γι
πολλρα ργοπορε.

110.
χει πλάγιασμα θανάτου
κα
λλος ντρας φοβερς
ε
ς τπόδια τοποκάτου,
κα
εναι ντίκρυ τοναός.

111.
κριβσν τν λπίδα
πο
χει πάντοτε θνητός,
γλυκοφέγγει
π᾿τθυρίδα
τ
ς γιας Τράπεζας τφς.

112.
Μέσαθε
παιρνε έρας
μ
δροσόβολη πνο
τ
λιβάνι τς μέρας,
κα
τοτόφερνε ς κε.
113.
Δ
ν κος γύρου πατήματα.
Μον
᾿τν σκιο τοθωρες,
ποπλώνεται στμνήματα,
ρμος, σειστος, μακρύς,

114.
καθ
ς βλέπεις καμαυρίζει
σκιος νέου κυπαρισσιο,
ν τν κρη του δν γγίζει
α
ρα ζέφυρου λεπτο.

115.
Πές μου,
νδρεε, τί μελετονε
ο
γενναοι σου στοχασμοί,
πο
πολληώρα ργοπορονε
ε
ς τοΜάρκου τν ταφή;

116.
Σκιάζεσαι
σως μχουμήσουν
ξάφνου ο
Τορκοι τπρωί,
κα
τστράτευμα νικήσουν,
πο
χει νίκητην ρμή;

117.
Σκιάζεσαι το
ς Βασιλιάδες,
πο
χουν νωσιν ερή,
μ
φερθονε σν Πασάδες
στ
ν Μαχμοτ μπιστευτοί;

118.
σολέει στσπλάχνα φύσις
μ
᾿να κίνημα κρυφό:
«Τ
ν λλάδα θν᾿φήσεις,
γι
νπς στν Ορανό;»

119.
Βγαίνει μάγεμα
π᾿τστάχτη
τ
ν ρώων, κατν βαστ,
κα
τθέλησι τοδράχτει.
Τότε α
σθάνεται μμία,

120.
τ
ν ράθυμη ψυχή του,
πο
μφλόγα ναζητε
ν
τοσύρει τκορμί του
σ
φωτιπολεμική.

121.
Το
πολέμου νδοξοι οκάμποι!
Ε
δ᾿λλάδα τολμηρ
κα
τΣοφοκλνλάμπει
μέσα στ
ν ρματωσιά.

122.
Κα
εδε Ατόν, ποπαρασταίνει
μαζωμένους το
ς φτ
στ
ν σπίδα αματωμένη,
που ρκόνονταν φριχτά.

123.
τραγούδααν προθυμότερα
τ
ς δς τοτπαιδιά,
κα
ασθανότανε ντρειότερα
στ
ν νήλικη καρδιά.

124.
Κα
τμάτια τος γελοσαν,
μάτια μα
ρα ς τν λιά.
Τ
ν μορφν, ποβαστοσαν
τραγουδώντας τ
ς γλυκά.

125.
Στ
φωτιά! καθρέφει λπίδα
ν
νικήσει, νμπορε
ν
πιστρέψει στν Πατρίδα,
τ
κοράσιό του νερε.

126.
Ν
τολέγει μ᾿να δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου
κριβό,
ε
ς τοστήθους μου τν κρη
λαβώθηκα καγώ.

127.
Βάλε, φ
ς μου, τν παλάμη
ε
ς τστήθια τοπατρός.
Νά, τ
ν ζώνη ποχει κάμει
κόρη τούρκισσα το
ντρός».

128.
Κα
τπέλαγο γναντεύει
σως τώρα κορασιά,
κα
ξεφάντωση γυρεύει
μ
τραγούδια τρυφερά.

129.
«Τ
ν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κ
με τόνε νικητή,
ε
ς τχώματα, στποα
γυναίκα παρατε

130.
τ
στολίδια, τν καθρέφτη,
κα
ποκάτου π᾿τβυζ
ζώνεται
ρματα, καπέφτει
που κίνδυνο θωρε.

131.
Κ
με σμτν μητέρα
τ
γλυκειά μου ννωθε
λα γρήγορα, πατέρα,
λη γγλία σκαρτερε.

132.
Τ
καράβι πότε ράχνει
ε
σθάλασσα γγλική;
Μο
σπαράζουνε τσπλάχνη,
πομοκανες σύ.

133.
Πές, πότ
᾿ρχεσαι;»... λοένα
ε
ν᾿τπλοο του στνερά,
πο
φλοισβήζουνε σχισμένα,
κα
ποσς δν τ᾿γροίκα.

134.
Πο
ος, λίμονον! μς δίνει
μίαν
ρχπαρηγορις;
π᾿ατν δθνμείνει
μήτε
στάχτη του μέ μας.

135.
Θ
τν χουν λλοι!... ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στ
καλό.
πνος ξαφνα σπρε,
πο
δν χει ξυπνημό.

136.
Ε
ναι διάφορο, δβλάβει,
ν κεσιμοτιν
πλέξει
τούρκικο καράβι,
καράβι λληνικό.

137.
κου, Μπάϋρον, πόσον θρνον
κάνει,
νσχαιρετ,
πατρίδα τν λλήνων.
Κλα
γε, κλαγε, λευθεριά.

138.
Γιατί
κείτοταν στν κλίνη,
κα
τοβάραινε πολ
π
ς γιπάντα εχε νμείνει,
κα
πΣνχωριστε.

139.
ρχινάει τοξεσκεπάζει
λλον κόσμο λογισμς
κα
κάθε λλο σκοταδιάζει,
κα
τοκρύβεται π᾿μπρός.

140.
λλντίκρυ πτπλάσματα
το
νος τληθινά,
το
προβαίνουν δυφαντάσματα
λοζώντανα καρθά.
141.
κριβή του θυγατέρα,
καθ
ς μεινε μικρή,
ντύχη τν πατέρα,
καλοσε λλο, κασύ,

142.
σύ, θεία τονθρώπου εκόνα,
μ
τφέγγη σου, καατ
που σ᾿φθανε στγόνα
μ
τν ρια κεφαλή,

143.
γι
λίγη ρα τοσηκώνεται
το
λλου κόσμου τθωριά,
κα
σ᾿σς ντισηκώνεται
μ
τν πρόθυμη γκαλιά.

144.
τσι νθρωπος τοΑἰῶνος,
ταν παυε νζε,
καθ
ς θελεν φθόνος,
σ
᾿να γνώριστο νησί,

145.
κα
εχε μάρτυρα ες τβράχο
το
Θεοτν φθαλμό,
κα
τριγύρω τομονάχο
το
πελάου τγογγυτό.

146.
ννάδινε ψυχτου
μόνους
φησε νλθον
Γαλλία κατπαιδί του
πρ
ς τμάτια, πρν σβησθον.

147.
Κα
χι μοίρα, ποσαράντα
νίκες το
δραξε σκληρή,
κα
βαρύτερη εναι πάντα
σ
καρδιβασιλική.

148.
χι δόξα περασμένη,
πο
μβία πολεμικ
το
δειχνε τν Οκουμένη,
λέγοντάς του:
καρτέρει,
149.
Στ
ν ταφή του μτν πάχνη
χύν
᾿βρύση τνερό,
πο
τοδρόσισε τσπλάχνη,
ε
ς τψυχομαχητό.

150.
Τ
ς μέρες, πον μόνο
τ
᾿νομά του θελε πες,
λογόστευαν στθρόνο
τ
ν αθάδεια οβασιλες,

151.
κατά μας κα
Ατς κόμη
ε
χε ρίξει μία ματιά.
Ε
ναι δάφνη ραα στν κόμη,
ταν φέρνει λευθεριά.

152.
! νμάθαινε Μεγάλος
πόσην
δειξε χαρ
γροικώντας νας Γάλλος:
χαθκαν τΨαρά.

153.
Φων
ν τρόμου λλάδα σύρνει,
σύρνει, κα
πειτα σιωπε.
μως κρότους μς στΣμύρνη
λη νύχτα χολογε.

154.
Νά,
νθοστόλιστο τραπέζι.
Δ
ν εν᾿γέννημα Τουρκν,
ποτρώοντας περιπαίζει
τ
ν ντρεία τν Ψαριανν.

155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
κα
χτυπον τφωτερ
στ
λογέμιστα ποτήρια,
κα
στγέλια ττρελλά.

156.
Μ
ρμονίες τος κράζει λύρα,
κα
πετάχτηκαν μού,
λυσσιασμένοι
πτν πύρα
τ
ς χαρς κατοκρασιο.

157.
Κα
χορεύουνε τριγύρου...
Γειά σας, Γάλλοι ε
γενικοί!
Ε
ν᾿τχώματα τομήρου
που το πόδι σας πατει.
158.
Γιατί μες
᾿στ᾿χρεία τους σπλάχνη
τ
φαγκατποτ
σ
φαρμάκι δν λλάχνει,
ν
τος φάει τσωθικό;

159.
Κα
π᾿τμάνητα ν᾿νάψει
ρμοδιώτερος χορός,
τ
ν ποον μόνος νπάψει
σκληρ
ς θάνατος καργός,

160.
γι
ν᾿ρχίσουν τχαρά τους,
ντας φάσματα λαφρά,
μπροστστβασιλιά τους,
κα
στΜπάϋρον μπροστά,

161.
ποφθάνοντας κεκάτου
σως τούμεινε ς κε
έρινη γκαλιά του,
σ
ν πρωτύτερα, νοιχτή!

162.
Τόνε βλέπω! Το
προβαίνουν
λλα φάσματα γοργά,
πο
κατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, κα
εναι λληνικά.

163.
Γι
τν ποθητν λλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτο
ν,
σ
ν νζήτααν τγλυκάδα
το
φωτς νξαναϊδον.

164.
Κλάψες
μετρα χυμένες,
χέρια
πλότρεμα, κραυγές,
πο
π᾿τ᾿ς ντίλαλους πωμένες
ε
ναι πλέον τρομαχτικές.

165.
Κει
ς σεβάσμια προχωρώντας,
κα
μνήσυχες ματιές,
τ
προσώπατα κοιτώντας,
κα
κοιτώντας τς πληγές:

166.
«
Διχόνοια κατατρέχει
τ
ν λλάδα. ν νικηθε,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ
᾿νομά σας ξαναζε».



Viewing all articles
Browse latest Browse all 23914

Trending Articles