Όταν μας επισκέπτεται κάποιος που έχουμε να δούμε πολύ καιρό, λέμε πως «κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε».
Σύμφωνα με τον Τάκη Νατσούλη, η φράση προέρχεται από μια παλιότερη εποχή που τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Γνωστό είναι και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου: Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- «Όχι και τόσο», αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης. «Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από 100 φούρνους…»
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- «Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ;» τον ρώτησε. «Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!»
- «Βρε τον κακομοίρη!» είπε τότε από μέσα ο Κολοκοτρώνης. «Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά;»
Όταν λοιπόν στα χωριά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: «Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε».