Ο Νίκος Καββαδίας είναι ο ποιητής των θαλασσών , που μας άφησε μια σπουδαία ποιητική παρακαταθήκη αν και μικρή σε έκταση εργογραφία, που όμως δεν μειώνει καθόλου την συγγραφική του Αξία .
Στο ενεργητικό του ,τρείς ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία πεζογραφήματα.
Ποίηση:
Μαραμπού (1933)
Πούσι (1947)
Τραβέρσο (1975)
Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Πεζογραφία:
Βάρδια (1954)
Λι (1987)
Του πολέμου/Στ’ άλογό μου (1987)
Ανήκε στην γενιά του ’30 μαζί με τους Σεφέρη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο και πολλούς άλλους.
Είναι ο ιδεολόγος της θάλασσας, ο οπαδός της φυγής, καθώς ο ίδιος έγραφε:
«θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων»
«θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων»
Είναι ο πιστός Υπηρέτης της ποίησης που έγινε τραγούδι και ζωγράφισε στα έργα του τη θάλασσα, με εκείνη τη γλώσσα του την ιδιαίτερη και μοναδική που για να την κατανοήσεις χρειάζεσαι ιδιαίτερο γλωσσάρι...
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή , κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο Σταυρός του Νότου.
Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή , κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο Σταυρός του Νότου.
Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
Ο ποιητής πρωτοταξίδεψε στα11 του χρόνια όταν ο πατέρας του, τροφοδότης τότε στον «Πολικό», τον πήρε σε ένα ταξίδι στη Μεσόγειο.
Ο ίδιος γράφει:
«Τότε γνώρισα τη θάλασσα και από τότε η θάλασσα μπήκε στο αίμα μου».
Μπαρκάρισε στα 18 του, ναύτης για το Πρίντεζι, για δέκα ολόκληρα χρόνια έμεινε απλός ναύτης, μετά έγινε ασυρματιστής .
«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σετέσσερα χρόνια πήρανε τα χαρτί τους, εμένα αυτό που με τράβηξε στη θάλασσα ήταν ο αέρας της, μ’άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά…»
Μπαρκάρισε στα 18 του, ναύτης για το Πρίντεζι, για δέκα ολόκληρα χρόνια έμεινε απλός ναύτης, μετά έγινε ασυρματιστής .
«Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σετέσσερα χρόνια πήρανε τα χαρτί τους, εμένα αυτό που με τράβηξε στη θάλασσα ήταν ο αέρας της, μ’άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά…»
Και πιο κάτω για τους ναυτικούς:
Οι ναυτικοί «είναι οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου. Αποκτούν όμως στη θάλασσα ένα χαρακτήρα που μένει για όλη τους τη ζωή και δεν μπορούν να ριζώσουν πουθενά, γιατί δεν έχουν πατρίδα, δεν ανήκουν πουθενά».
Βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή:
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας στην Κίνα. Και οι δυό γονείς του, είχαν καταγωγή από την Κεφαλλονιά, ενώ ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική υπηκοότητα.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.
Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος. Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.
Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας»στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας.
Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση.
Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση.
Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται για καθαρά βιοποριστικούς λόγους να δουλέψει.
Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Τον Νοέμβριο του 1928 εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο με τίτλο: «Ναυτοπαίς»και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος».
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες.
Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Μαραμπού και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ.
Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ποιητή, το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια και οι μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.
Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ποιητή, το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια και οι μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πούσι κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο Μαραμπού από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη Βάρδια, το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.
Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη.
Το τέλος του Νίκου Καββαδία θα είναι άδοξο, αφού δεν πέθανε στην αγκαλιά της θάλασσας, όπως ο ίδιος είχε ποθήσει, πέθανε σε μια κλινική της Αθήνας, τους «Αγίους Αποστόλους», ξαφνικά, από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 και δυστυχώς είχε μια κηδεία
«σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες», όπως ο ίδιος προφήτεψε μέσα από τους στίχους του:
«σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες», όπως ο ίδιος προφήτεψε μέσα από τους στίχους του:
«Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σκίσω την θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μανδράς την Σιγκαπούρ, τ'Αλγέρι και το Σφαξ
θ'αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
και εγώ σκυφτός σ'ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ'όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει..."
μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
Για τον ποιητή έγραψαν και είπαν:
Γιώργος Σεφέρης (Μέρες Στ 1951-1956):
«Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 1956. Απόγεμα ο Μαραμπού ξαφνικά. Έπιασε εδώ το καράβι του. Έρχεται από την Αυστραλία. Φοράει μια μαβιά φανέλα ως τον λαιμό. Δεν έχει ρούχα, παρά τα καλοκαιρινά του, λέει. Αυτός είναι ταξιδιώτης στ’ αλήθεια. Μιλάει για τα νησιά Κόκο, κάτοικοι λιγότερο από 100, όπου άραξαν για να νοσηλέψουν ένα θερμαστή που τον χτύπησε στο χέρι μια σταγόνα μαζούτ (μια μικρή σταγόνα, λέει, τινάζεται με τόση πίεση που μπορεί να σου κόψουν το χέρι). Είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα μύθου και αλήθειας αυτός ο άνθρωπος, καθώς μιλά ψευδίζοντας ή μ’ εκείνο το συρτό τόνο απαγγελίας.»
Μήτσος Κασόλας:
«Ο Καββαδίας από ενωρίς στη ζωή του επέλεξε από ποια μεριά του λόφου θα σταθεί πολιτικά. Διάλεξε τη μεριά της Αριστεράς. Χωρίς, όμως, ποτέ να βγει στο παζάρι -όπως το έπραξαν πολλοί, συχνά εξαργυρώνοντας του αγώνες τους. Ο Καββαδίας έλεγε πως η Αριστερά δεν είναι μόνο η εκλογική της δύναμη, οι ψήφοι της μόνο. Η δύναμή της είναι ένα ολόκληρος κόσμος καλής θέλησης, που δεν θέλει να αδικεί τον διπλανό και ούτε και ο διπλανός να τον αδικεί. Και αυτός ο κόσμος δεν είναι λίγος. Και είναι διάσπαρτος μέσα σε όλα τα κόμματα και μέσα και σ’ αυτά ακόμα, που την αντιπαλεύουν.»
Θανάσης Βαλτινός:
«Ο Καββαδίας δεν ήταν πολιτικοποιημένος με τη στενή έννοια. Ένα άλλο κομμάτι της ποιητικής του ιδιοφυΐας ήταν ότι δεν τη ρητόρευσε ποτέ τη σχέση του με όλα αυτά τα θέματα που τον απασχολούσαν. Δεν το έκανε ποτέ με βαρύγδουπο τρόπο, που το έκαναν άλλοι, ταλανίζοντας τη λογοτεχνία μας. Υπάρχει τόσο πολύ σαββούρα, που πρέπει να πεταχτεί από πάνω μας. Όλο αυτό το σπουδαίο υλικό (πόλεμος, κατοχή, χούντα κ.τ.λ) κακόπαθε πολύ. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις των ανθρώπων που ούτε μεταχειρίσθηκαν, ούτε μεταχειρίσθηκαν, ούτε εκμεταλλεύτηκαν ευκαιριακά αβανταδόρικα τέτοια θέματα. Ο Καββαδίας αποτελεί εξαίρεση.»
Ανδρέας Καραντώνης:
«Ο Νίκος Καββαδίας ήταν ολιγογράφος, από ιδιοσυγκρασία, από υψηλή απαίτηση για την τέχνη, από κάπως αργοστάλακτη φλέβα, από εργαστηριακή επιμονή για ένα τέλειο δούλεμα της μορφής, από συναισθηματική ειλικρίνεια (να γράφεις μόνο όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς), από νωχέλεια, από επαγγελματική διάσπαση, ή και από τη μονοτονία που χαρακτηρίζει τη ζωή των ναυτικών.»
Δημήτρης Καλοκύρης:
«Ο Καββαδίας ήταν εξ ορισμού άνθρωπος του πλοίου, της θάλασσας. Τα ποιήματα του είχαν λιγότερο τον χαρακτήρα της Λογοτεχνίας και περισσότερο της Βιογραφίας κάποιου, που ακολουθεί το νήμα, που ξεκινάει από τον Οδυσσέα, δηλαδή τον ταξιδιώτη, ο οποίος εμπλέκεται σε άπειρες περιπέτειες κι διαρκώς επιστρέφει. Τα ποιήματά του έχουν υπόθεση, έχουν δράση, όπως οι μπαλάντες. Δεν είναι μόνο στοχασμός, μελαγχολία, αναπόληση καταστάσεων. Κάθε ποίημα του Καββαδία θα μπορούσε να γίνει μονόπρακτο, ταινία μικρού μήκους ή ντοκιμαντέρ.»
Θάνος Μικρούτσικος:
«Ο Καββαδίας είναι ο ταξιδιώτης, ο ποιητής της περιπέτειας, του ονείρου, της φυγής από την πραγματικότητα. Πολλοί, ειδικότερα στην αρχή, τον θεωρούσαν «ναυτικό ποιητή», και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλο λάθος. Η θάλασσα, τα καράβια, οι ναύτες, μπορεί να ήταν για τον ποιητή καθημερινό βίωμα, αλλά ουσιαστικά ήταν το πεδίο πάνω στο οποίο η φαντασία του οργίαζε.»