Μία εβδομάδα μετά από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, οι ιστορίες ανθρώπων, που κατάφεραν να σωθούν από την πύρινη λαίλαπα, έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Μία από αυτές αποτυπώνεται και στη φωτογραφία που έκανε τον γύρω του κόσμου από την περιοχή. Μια γιαγιά αγκαλιά με ένα κορίτσι μέσα στη θάλασσα, περιτριγυρισμένη από καπνούς και μαυρίλα.
Η δημοσιογράφος Υγείας Αλεξία Σβόλου, που είναι η νονά της 9χρονης, μίλησε στην εκπομπή «Από Νωρίς» του Epsilon και αποκάλυψε την ιστορία πίσω από τη φωτογραφία. Το στιγμιότυπο αποτύπωσε ο αδελφός του κοριτσιού, ο 14χρονος Βασίλης, ο οποίος ήταν εκείνος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη διάσωση των δικών του και άλλων που βρέθηκαν στην παραλία.
Η μαρτυρία
«Βρίσκονταν στο σπίτι το οποίο είναι ακριβώς πάνω στο παραλιακό μονοπάτι του Ματιού με τα βραχάκια και τα πολύ μικρά λιμανάκια από κάτω που δεν έχουν ουσιαστικά παραλίες. Είναι κάπως πριν από τον Κάβο που έχει τη μεγάλη παραλία της «Αργυρής Ακτής» και έπαιζαν όλοι στα σπίτια φίλων τα οποία είναι δίπλα το ένα στο άλλο. Ο Βασίλης είδε πρώτος με τους φίλους του τη φωτιά γιατί ήταν στο από πάνω σπίτι ενός φίλου του. Ήταν λίγο πιο κοντά και είδε τον καπνό και μάλιστα είπε χαρακτηριστικά στους φίλους του «δεν θα προλάβει να μας φτάσει». Μέσα σε λεπτά, γιατί τράβαγε και βίντεο, κατάλαβε ότι έφτανε η φωτιά και έγινε μπλακ αουτ, κόπηκε ρεύμα, νερό ταυτόχρονα.
Έτρεξε στο δικό του το σπίτι το οποίο είναι γειτονικό για να είναι μαζί με τους δικούς του ανθρώπους. Οι γονείς του ήταν ακόμα στις δουλειές τους και είχε την ψυχραιμία να κλείσει παράθυρα και πόρτες. Το παπαγαλάκι τους σώθηκε χάρη σε αυτή την παρέμβαση. Δεν έπαθε τίποτα γιατί ήταν κλειδαμπαρωμένο μέσα στο σπίτι. Η μόνη στιγμή που φοβήθηκε είναι όταν εκεί που τα έκλεινα όλα και κοίταζε από τα παράθυρα άκουσε ένα ουρλιαχτό γείτονα «φωτιά» αναγνώρισε και τη φωνή και κατάλαβε ότι η φωτιά δεν είναι μακριά αλλά είναι στο σπίτι. Αρπάζει την γιαγιά και την Κάτια και τους είπε «είναι ή τώρα ή ποτέ, φεύγουμε».
Κουτρουβαλάνε, κατεβαίνουν τα πέτρινα σκαλάκια της παραλίας, είναι μία μικρή παραλία και να πηδήξεις χτυπάς, δεν σκοτώνεσαι, είναι χαμηλά τα βράχια. Σε αυτή την παραλία ζήτημα είναι αν χωράνε 5 με 7 άτομα. Μαζεύτηκαν 60 και δεν έβλεπαν. Τον πήραν οι φίλοι του τηλέφωνο, του είπαν ότι είναι στην παραλία και δεν τους έβλεπε. Σε μία τσάντα έριξε ό,τι είχε για επικοινωνία, κινητά, tablet και είπε: «Αυτά τα χρειάζομαι για να επικοινωνήσω. Έφτασαν στο λιμάνι της Ραφήνας και όπως είναι μέσα στη θάλασσα, βλέπει ένα πεύκο γερμένο να παίρνει φωτιά και λέει στον κόσμο που ήταν εκεί. «Αυτό πρέπει να το σβήσουμε γιατί θα μας κάψει και θα μας πνίξει».
Και ορμήξανε όλοι πάνω στην σκάλα με μπλούζες, σακούλες και ό,τι είχαν και έσβησαν το πεύκο. Και κάποια στιγμή έρχεται το λιμενικό με μία ψαρόβαρκα. Και τους φωνάζει να πέσουν στη θάλασσα για να τους σώσει. Και επειδή κάποιοι δεν μπορούσαν γιατί δεν ήξεραν επιστρατεύτηκε ένα κανό. Και ο Βασίλης μαζί με άλλους βοήθησε όλους όσοι δεν μπορούσαν και «οδηγούσε» το κανό. Ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στην ψαρόβαρκα και μου είπε ότι ήμουν ο μόνος που πήγε κολυμπώντας» ανέφερε η κ. Σβόλου.
Όσο υπάρχουν τέτοιες αγκαλιές, μην φοβάστε Έλληνες…
του Νίκου Συρίγου
Από την τραγωδία των πυρκαγιών έχουν πια κυκλοφορήσει πολλές φωτογραφίες. Πολλές και εξίσου σπαρακτικές. Προσπαθώ πάντα να βρίσκω την ελπίδα μέσα στην συμφορά. Όχι να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Αυτά σε τέτοιες περιπτώσεις είναι «παπαριές».
Σαν κι αυτές που ακούμε από αυτούς που είχαν δουλειά να προστατέψουν τον κοσμάκη… Αλλά δεν είναι αυτοί, τουλάχιστον εν προκειμένω, το θέμα μας. Είναι αυτή η φωτογραφία. Αυτή η αγκαλιά… Της γιαγιάς στην εγγονή της. Της γιαγιάς που νίκησε τη φωτιά, τον χρόνο, τα βράχια και τη θάλασσα για να σώσει τα εγγόνια της. Γιατί έτσι έπρεπε. Γιατί αυτή η γενιά είναι η γενιά του καθήκοντος. Η γενιά της προσφοράς. Η γενιά που πήρε την Ελλάδα ματωμένη από τον πόλεμο και την έκανε ξανά χώρα. Η γενιά που κρατάει έννοιες όπως η οικογένεια, η φαμίλια όχι απλά ζωντανές αλλά κυρίαρχες στην κοινωνία ώστε και η κοινωνία και η πατρίδα να μένουν όρθιες στη λαίλαπα των καιρών.
Η γιαγιά δεν περίμενε από κανέναν να τη σώσει… Ίσως επειδή ήξερε ότι σε αυτόν τον τόπο δεν πρέπει να περιμένεις τίποτα από το Κράτος. Πήρε τα εγγόνια της από το χέρι και περπάτησαν μαζί τον δρόμο της φωτιάς μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα. Κι εκεί μέσα στο νερό, πήρε την εγγόνα της αγκαλιά. Την έσφιξε τόσο ώστε να της κλείνει τα μάτια, να μην βλέπει το κακό και κόντρα στον χρόνο και στον πόνο, άντεξε εκεί μέχρι να είναι σίγουρη ότι τα παιδιά σώθηκαν… Δεν την ένοιαζε να σωθεί εκείνη… Θα πέθαινε όμως για να σώσει τα παιδιά… Τα εγγόνια. Το αίμα της. Την επόμενη γενιά. Το μέλλον.
Όσο υπάρχουν τέτοιες αγκαλιές μην φοβάστε Έλληνες… Θα το περάσουμε κι αυτό. Όπως περάσαμε τόσα άλλα. Στην Ελλάδα η ελπίδα φυτρώνει γρήγορα κι ας την ποτίζουν πολλές φορές τα δάκρυα των ανθρώπων… Θα πατήσουμε ξανά στα πόδια μας. Θα αναστήσουμε τη γη. Μακάρι να μπορούσαμε να αναστήσουμε και αυτούς που έφυγαν… Αλλά δεν μπορούμε. Μπορούμε όμως να μην τους ξεχάσουμε. Κι αν χρειαστεί στο μέλλον να αγκαλιάσουμε το παιδί όπως η γιαγιά…
Γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα… Που φυτρώνει. Ακόμη και πάνω στα καμένα.
Πηγές: iefimerida.gr, Newsbomb.gr,