Tα αρχαία αγάλματα δεν ήταν στην αρχή απλώς λευκό μάρμαρο, αλλά «μία έκρηξη χρώματος και φανταχτερής διακόσμησης», γράφει η Natalie Haynes στο BBC, τονίζοντας πως «αυτό δείχνει ότι έχουμε φανταστεί τον αρχαίο κόσμο λάθος».
Ακολουθεί το άρθρο της με τίτλο «Όταν ο Παρθενώνας είχε εκθαμβωτικά χρώματα»:
Όταν ο Βικτωριανός ζωγράφος Lawrence Alma-Tadema παρουσίασε για πρώτη φορά το έργο του «Ο Φειδίας δείχνει τη ζωφόρο του Παρθενώνα στους φίλους του», πρέπει να υπήρξε μία ευχάριστη «κυκλικότητα»: ένας ζωγράφος αποκαλύπτει με υπερηφάνεια τον νέο του πίνακα για έναν γλύπτη που αποκαλύπτει με υπερηφάνεια το νέο γλυπτό του.
Ήταν το 1868 και στον σύγχρονο θεατή ο πίνακας φαίνεται αρκετά αθώος. Ο Φειδίας, ο γλύπτης με το μούσι, στέκεται μπροστά στη Ζωφόρο του Παρθενώνα -τους χαρακτήρες που απεικονίζονται σε αυτή, ανθρώπους αλλά και άλογα, θα μπορούσε να τους μελετήσει λεπτομερώς ο Alma-Tadema στο Βρετανικό Μουσείο.
Αυθεντίες του 5ου αι. στην Αθήνα θαυμάζουν την εξαιρετική δουλειά του γλύπτη: την απεικόνιση των υφασμάτων, το απίστευτο βάθος (σε κάποια σημεία τέσσερα άλογα καλπάζουν το ένα δίπλα στο άλλο μόλις σε μία ή δύο ίντσες μαρμάρου). Οι θεατές μπορεί επίσης να παρατηρήσουν τα σκούρα, όμορφα χρώματα που «ζωντανεύουν» το γλυπτό.
Ο Alma-Tadema έκανε μια τολμηρή δήλωση με αυτόν τον πίνακα: το χρώμα είχε χαθεί από τα γλυπτά όταν αυτά παρουσιάστηκαν στο Βρετανικό Μουσείο. Πάνω από δύο χιλιετίες καιρικών φαινομένων και πολέμου είχαν αποχρωματίσει και κάνει λευκό το μάρμαρο. Από τον 18ο αιώνα και μετά, πολλοί σημαντικοί ιστορικοί τέχνης προτιμούσαν έτσι τα πράγματα: κάποιοι όπως ο Johann Joachim Winckelmann -του οποίου το δίτομο βιβλίο ιστορίας της αρχαίας τέχνης εκδόθηκε το 1764- προτιμούσαν να φαντάζονται τα αρχαία γλυπτά ως μια μία μάζα πανέμορφου, λαμπερού λευκού.
Ο Winckelmann ήταν ένας ιδιαίτερος θαυμαστής των ρωμαϊκών μαρμάρινων αντιγράφων των ελληνικών χάλκινων αγαλμάτων: οι Ρωμαίοι συχνά αντέγραφαν σε μάρμαρο τα ελληνικά πρωτότυπα. […]
Όταν, λοιπόν, ο Alma-Tadema ζωγράφισε τη ζωφόρο του Παρθενώνα και συμπεριέλαβε τη φανταστική εκδοχή του για το χαμένο χρώμα, διάλεγε μία πλευρά σε μία «μάχη» της ιστορίας της τέχνης που εξακολουθεί να μαίνεται μέχρι σήμερα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι τώρα που αντιμετωπίζουν την ιδέα του ζωγραφισμένου μαρμάρου ή του χαλκού ως προσβολή στην εντύπωση που έχουν για το παρελθόν ως ένα λιτό, χωρίς στολίδια μέρος.
Ωστόσο, η αρχαία τέχνη ήταν μία έκρηξη χρώματος και φανταχτερής διακόσμησης. Ο Φειδίας -ο πιο διάσημος γλύπτης της εποχής του- δημιούργησε επίσης ένα τεράστιο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, για να τοποθετηθεί μέσα στον Παρθενώνα.
Αν και το άγαλμα έχει καταστραφεί εδώ και πολύ καιρό, έχουμε την περιγραφή του στα γραπτά του αρχαίου ιστορικού, Παυσανία. Μας λέει ότι το άγαλμα ήταν χρυσελεφάντινο: καλυμμένο με χρυσό και ελεφαντόδοντο. Υπάρχει ένα σύγχρονο αντίγραφο του αγάλματος στο Nashville, από τον γλύπτη Alan LeQuire, που σίγουρα αποτυπώνει κάτι από το εντυπωσιακό πρωτότυπο.
Ξεθωριασμένα με το πέρασμα του χρόνου
Ακόμα και τα μπρούντζινα αγάλματα θα ήταν πολύ πιο λαμπερά, από ό,τι υποδηλώνει η σημερινή σκούρα καφέ εμφάνισή τους: ο μπρούντζος αποκτά μία επίστρωση με την πάροδο του χρόνου. Αυτό που βλέπουμε σαν ένα ομοιόμορφο πρασινωπό-καφέ κεφάλι θα ήταν κάποτε γυαλιστερό και πιο ανοιχτόχρωμο, σχεδόν χρυσό. Τα μαλλιά θα ήταν βαμμένα σκούρα και το δέρμα μπορεί να ήταν ζωγραφισμένο επίσης. Οι κόγχες των ματιών των αρχαίων αγαλμάτων είναι συχνά κενές, καθώς τα μάτια δημιουργούνταν ξεχωριστά και χάνονταν με το πέρασμα του χρόνου.
Τα αγάλματα μπορεί να ήταν εξοπλισμένα με ασπίδες και κράνη – μπρούντζος που λάμπει σαν χρυσός, σε αντίθεση με το θαμπό χρώμα που βλέπουμε σήμερα. (Πηγή: Μουσείο Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο)
Υπάρχει ένα θαυμάσιο ζευγάρι ελληνικών ματιών στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, φτιαγμένο από μπρούντζο, μάρμαρο, χαλαζία και οψιδιανό. Οι μπρούντζινες βλεφαρίδες είναι ιδιαίτερα όμορφες, και ίσως λίγο ενοχλητικές.
Αρχαιολόγοι μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν υπεριώδες φως για να «διαβάσουν» το χρώμα σε αγάλματα που δεν διατηρούν εμφανή σημάδια της διακόσμησής τους. Αν και δεν είναι πάντοτε δυνατό να προσδιοριστούν τα ακριβή χρώματα που είχαν χρησιμοποιηθεί, είναι συχνά πιο εύκολο να εντοπιστούν τα σχέδια που είχαν ζωγραφιστεί πάνω στην επιφάνεια ενός αγάλματος.
Τα αγάλματα από τον Ναό της Αφαίας στην Αίγινα είναι ένα τέλειο παράδειγμα. Τα αγάλματα από το δυτικό αέτωμα του ναού στεγάζονται τώρα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου ο Γερμανός αρχαιολόγος Vinzenz Brinkmann τα εξέτασε υπό υπεριώδες φως. Το αέτωμα είχε στο κέντρο του την Αθηνά, με την περικεφαλαία της να βρίσκεται κάτω από το υψηλότερο σημείο της οροφής. Υπό το υπεριώδες φως, μπορούμε τελικά να δούμε την επαναλαμβανόμενη, γεωμετρική διακόσμηση στο σάλι της και το μπροστινό μέρος του μανδύα της.
Περαιτέρω, στο κάτω μέρος της κεκλιμένης οροφής, βρισκόταν η φιγούρα ενός τοξότη (ίσως ο Πάρις, γιος του Πρίαμου της Τροίας). Στα χέρια και τα πόδια του, μπορούμε να δούμε τα ίχνη ενός μοτίβου διαμαντιών. Ο Brinkmann έχει αφιερώσει χρόνια αναπαριστώντας τη διακόσμηση με τα έντονα χρώματα σε αντίγραφα των αγαλμάτων που οι αρχαίοι Έλληνες θα είχαν παντού γύρω τους.
Αυτός ο τοξότης είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά: ένα περίπλοκο σχέδιο μπλε, κόκκινων, κίτρινων και πράσινων διαμαντιών αλληλοσυνδέονται, για να δώσουν στον τοξότη περίτεχνες περικνημίδες και μανίκια. Η φαρέτρα του είναι διακοσμημένη με μία παρόμοια παλέτα χρωμάτων, αλλά με ένα ελαφρώς διαφορετικό σχέδιο, σχεδόν σαν φολίδες. Το τόξο είναι βαμμένο κόκκινο και χρυσό, ενώ ακόμη και τα βέλη είναι διακοσμημένα με κόκκινο χρώμα. Ο τοξότης είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά κομμάτια στην έκθεση «Πολύχρωμοι Θεοί» του Brinkmann, η οποία έχει κάνει τον γύρο του κόσμου τα τελευταία 15 χρόνια.
«Ζωντανά» χρώματα
Ο Brinkmann δεν είναι μόνος του στην προσπάθεια να επανεισάγει το χρώμα στην αρχαία γλυπτική. Το Μουσείο Κλασικής Αρχαιολογίας στο Κέιμπριτζ έχει επίσης προσπαθήσει να βάλει χρώματα στις αναδημιουργίες του αρχαίων αγαλμάτων με γύψο.
Το πρωτότυπο (πλέον λευκό) άγαλμα «Πεπλοφόρος κόρη» -το άγαλμα μιας νεαρής κοπέλας που φοράει ένα μακρύ φόρεμα με ζώνη στη μέση- βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα. Το φόρεμα στο αντίγραφο του Κέιμπριτζ είναι ζωγραφισμένο με έντονο κόκκινο χρώμα, με μπλε άκρες και διακοσμητικά από μπλε, πράσινο και λευκό. Έχει επίσης αποκτήσει πόδια, που έχουν χαθεί από την αρχική μαρμάρινη έκδοση, καθώς και ένα νέο αριστερό χέρι.
Το 2009, μια ομάδα επιστημόνων στο Σαουθάμπτον ξεκίνησε τη ψηφιακή αναπαράσταση ενός ζωγραφισμένου αγάλματος μίας τραυματισμένης Αμαζόνας που είχε βρεθεί στο Ερκολάνο. Ένα μέρος του προσώπου της πολεμίστριας είχε καταστραφεί, αλλά τα κόκκινα μαλλιά της, σγουρά με χωρίστρα στη μέση, ήταν ορατά.
Το παγκόσμιο κοινό για την έκθεση «Πολύχρωμοι Θεοί» του Brinkmann έχει αποδείξει σίγουρα ότι υπάρχει μια προτίμηση για σύγχρονες αναπαραστάσεις της λαμπρότητας των αρχαίων αγαλμάτων. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, μας υπενθυμίζει πόσο απέχουν οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες από εμάς, παρόλο που συχνά φαντάζουν τόσο οικείοι.
Τα άσπρα μαρμάρινα αγάλματα ή οι κίονες που χτίσαμε ως φόρο τιμής στους αρχαίους λένε περισσότερα για εμάς -και τον τρόπο που επιλέγουμε να φανταζόμαστε τον αρχαίο κόσμο- απ’ ό,τι για τους ανθρώπους που έζησαν πριν από 2.000 ή περισσότερα χρόνια.
Και ίσως η συζήτηση που είχε διχάσει τον κόσμο της τέχνης για 100 χρόνια, όταν ο Alma-Tadema ζωγράφιζε την δική του έκδοση του Παρθενώνα, μπορεί εν τέλει να παραμεριστεί. Έχοντας συνηθίσει να βλέπουμε τα άγαλμα της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης σε αστραφτερό λευκό, μπορούμε να τα καταλάβουμε καλύτερα αν θυμόμαστε τα αρχικά τους χρώματα.
Δημήτρης Αναγνώστου
Πηγή: constantinoupoli.com