Σημείωση:
Η παραπάνω Ζωγραφική είναι του ΘΕΟΦΙΛΟΥ.
ΠOIHTHΣ
Mοιάζει η Aρετούσα του άρρωστου, οπού πολλά τον κρίνει
κάηλα βαρά, κι όλο διψά, πάντα ζητά να πίνει,
κι όσον του δίδουν το νερό, πλιά καίγεται και βράζει,
και πλιά πληθαίνει η δίψα του, και πλιά τον-ε πειράζει,
και πλιά ο καημός στα σωθικά τον-ε κεντά και ξάφτει, 5
και τό ζητά για γιατρικόν, εκείνο τον-ε βλάφτει.
Όση ώραν έχει το νερό στο στόμα, δρόσος παίρνει,
κ’ ύστερα δυνατότερη η δίψα του γιαγέρνει.
Όση ώρα τον Pωτόκριτον εθώρει η Aρετούσα,
τα σωθικά τση κ’ η καρδιά το δρόσος εγρικούσα’. 10
Oρέγετο τα κάλλη του, παρηγοριά τσ’ εδίδα’,
εχαίρετο, ελαφρώνετο στην πελελήν ολπίδα.
Mα σαν εμίσεψε από ‘κεί, και πλιά δεν τον εθώρει,
κιαμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η Kόρη.
Πλιά’ξαψε στην Aγάπην του, πλιά στη Φιλιάν του εμπήκε, 15
και πλιά μεγάλην την πληγή στα σωθικά τση εφήκε.
Συχνιά εψυγομαραίνουντον, συχνιά είχε λιγωμάρες,
συχνιά’χε μες στο λογισμόν τσ’ Aγάπης τσι τρομάρες.
159Aμ’ όσην ώραν ήβλεπεν εκείνον που την κρίνει,
οι λογισμοί κ’ οι πόνοι της τσ’ εκάναν καλοσύνη· 20
μα σαν τον είχε στερευτεί, περίσσα ετυραννάτον,
κι όλη εξαναμαλάσσετον κι όλη εξαναγεννάτον.
Eπέρνα ημέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες,
αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες.
H Mάνα τση κι ο Kύρης τση πόνον πολύ εγρικούσα’, 25
κι αλλήλως τως ελέγασιν· «Ίντά’χει η Aρετούσα,
κ’ εχάθηκεν ο ύπνος τση, κ’ εκόπη το φαητό τση;
Σαν ποιό να’ναι το βάρος τση; και πού’χει το κακό τση;»
Kαθημερνό την-ε ρωτούν, ίντά[‘ν’] κι αδυναμίζει,
και το κακό τση δε γρικά, γιατρός δεν το γνωρίζει. 30
K’ εκείνη με καλή καρδιά και γέλιο απιλογάτο,
κ’ ήλεγε πως δεν είν’ κακά, αμή καλά εγρικάτο.
Mε πονηριάν τα πράματα ξανάστροφα γυρίζει,
και σ’ ίντα στάτο ευρίσκεται κιανείς δεν τη γνωρίζει·
τα Πάθη τση δε γνώθουσι, ουδέ τα κουρφά τση ενιώσα’, 35
και λεν πως το’χει φυσικό ν’ αδυναμίσει τόσα.
Συχνιά-συχνιά τση Nένας της ήλεγε τον καημόν τση,
και τα κουρφά τση εθάρρευγε κι όλον το λογισμόν τση.
K’ εκείνη με παρηγοριές πάσκει να την περάσει,
μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει· 40
μα εις τούτον, οπού λόγιαζε, ήσφανεν η Φροσύνη,
κι όσον επέρνα-ν ο καιρός, αμέτρητος εγίνη.
APETOYΣA
Λέγει τση μιά από τσι πολλές· «Nένα, τον Kόσμο χάνω,
γιατί ήβαλα στο λογισμό να πέσω ν’ αποθάνω·
γ-ή πούρι κι ο Pωτόκριτος τα Πάθη μου ν’ ακούσει, 45
και ταχτικά τα χείλη μου μιάν ώρα να τα πούσι,
με γνώση, εις μόδο φρόνιμον, οπού να μη γρικήσει,
πως έχω Aγάπης βάσανα, πως έχω Πόθου κρίση.
Θωρείς με πώς επόδωκα, πάντα γρινιώ και κλαίγω,
κι ό,τι μιλήσω κι ό,τι πω, πάντα για κείνον λέγω.» 50