Ο πρώην υπουργός Θεόδωρος Πάγκαλος ,
αποκαλύπτει,
τι πραγματικά συνέβη τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1996.
αποκαλύπτει,
τι πραγματικά συνέβη τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1996.
Είκοσι δύο χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων και την ώρα που οι Τούρκοι συνεχίζουν τις προκλήσεις στο Αιγαίο, πρώην υπουργός Εξωτερικών,
αναφέρει:
αναφέρει:
«Εχω σιωπήσει τόσα χρόνια για λόγους εθνικού συμφέροντος. Θρασύτατα εξυβρίστηκα και συκοφαντήθηκα διαρκώς από πάσης φύσεως πολιτικούς αντιπάλους», αναφέρει ο πρώην υπουργός σε άρθρο του στην εφημερίδα:
«Τα Νέα», ενώ απαντά σε όσους τον κατηγορούν σχετικά με την υποστολή της ελληνικής σημαίας που είχαν ανεβάσει ο δήμαρχος, και ο παπάς της Καλύμνου.
«Τα Νέα», ενώ απαντά σε όσους τον κατηγορούν σχετικά με την υποστολή της ελληνικής σημαίας που είχαν ανεβάσει ο δήμαρχος, και ο παπάς της Καλύμνου.
Μερικοί με κατηγορούν έκτοτε γιατί υπεστάλη η ελληνική σημαία που είχαν ανεβάσει ο Ντινόπουλος, ο δήμαρχος, και ο παπάς της Καλύμνου. Θυμίζω στους υπερπατριώτες ότι οι σημαίες ήταν δύο. Στη μικρή Ιμια υπήρχε η τούρκικη σημαία. Ή έφευγαν και οι δύο ή έμεναν και η γκρίζα ζώνη είχε πια καθιερωθεί. Θυμίζω επίσης ότι το προϋφιστάμενο καθεστώς, πριν από το επεισόδιο δηλαδή, περιελάμβανε μια de facto ελληνική παρουσία στην Ιμια, ένας καλύμνιος κτηνοτρόφος είχε ένα κοπάδι από πρόβατα πάνω στο μεγαλύτερο νησί και πήγαινε τακτικά εκεί για να τα ποτίσει ή να ενισχύσει τη διατροφή τους.
Επίσης, γύρω από τα Ιμια ψάρευαν αποκλειστικά έλληνες παράκτιοι ψαράδες από την Κάλυμνο και ενίοτε μεγαλύτερα αλιευτικά συγκροτήματα.
Ηταν πρωί εκείνης της αποφράδας ημέρας – ή μάλλον νύχτας – που είναι γνωστή από τότε ως νύχτα των Ιμίων.
Στο πρωθυπουργικό γραφείο της Βουλής γύρω από τον Κώστα Σημίτη σιωπηλές και τραγικές φιγούρες ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας – μακαρίτης σήμερα – Γεράσιμος Αρσένης, ο υπουργός Εσωτερικών – σήμερα κρατούμενος – Ακης Τσοχατζόπουλος, ο πρωθυπουργικός σύμβουλος – επίσης μακαρίτης σήμερα – Νίκος Θέμελης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης και ασφαλώς δεν τους θυμάμαι όλους. Ηταν 02.30 το πρωί όταν χτύπησε την πόρτα η γραμματέας του πρωθυπουργού και μας είπε ότι ζητάει να μιλήσει σε κάποιον από τη σύσκεψη η πρεσβεία της Αγκυρας.
Ο Σημίτης με αυτό το ύφος που δεν σήκωνε συζήτηση μου είπε, θέλοντας προφανώς να διατηρήσει τη μυστικότητα της επαφής, «Θόδωρε πήγαινε να πάρεις το τηλέφωνο». Βγήκα στο μικρό χολάκι όπου βρισκόταν μόνο η γραμματέας και ο ναύαρχος Λεωνίδας Βασιλικόπουλος, διοικητής της ΕΥΠ, που περίμενε μήπως τον χρειαστούμε. Στο τηλέφωνο ήταν ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου.
Πριν από δέκα λεπτά, μου είπε, έκανε δηλώσεις η Τανσού Τσιλέρ, πρωθυπουργός της Τουρκίας και είπε ότι πριν από μισή ώρα κατέλαβαν τούρκοι βατραχάνθρωποι τη μικρότερη νήσο «Καρντάκ» (έτσι ονομάζουν τα Ιμια οι Τούρκοι) και ανύψωσαν την τουρκική σημαία. Η κυρία Τσιλέρ πρόσθεσε ότι είχε δώσει αυστηρή εντολή προς τους τούρκους πεζοναύτες αν γίνει προσπάθεια ανακατάληψης από τους Ελληνες, να μην πυροβολήσουν με κανέναν τρόπο πρώτοι και να προσπαθήσουν να λυθεί το πρόβλημα με διαπραγματεύσεις.
Οπως ήταν φυσικό, η ατμόσφαιρα στο πρωθυπουργικό γραφείο πάγωσε. Ο Σημίτης γύρισε προς τον ναύαρχο Λυμπέρη και του είπε: «Αρχηγέ, δεν σου ζήτησα να περιφρουρήσεις και τα δύο νησιά;». Ο ναύαρχος, που είχε φαιό χρώμα, απάντησε: «Δεν μου είπατε τίποτα για το μικρότερο νησί κ. πρόεδρε. Το θεώρησα ακατοίκητο. Ελληνες πεζοναύτες υπάρχουν στο άλλο νησί, το μεγαλύτερο». Ο Σημίτης μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, που προφανώς δεν είχε ξαναπεί και ο Λυμπέρης αντεπετέθη: «Εάν δεν έχω την εμπιστοσύνη σας κύριε πρόεδρε, η παραίτησή μου είναι στη διάθεσή σας». Είπα τότε στον αξιολύπητο αρχηγό με έντονο ύφος:
«Κύριε αρχηγέ, επειδή προέρχομαι από στρατιωτική οικογένεια, ξέρω ότι επιτελικός αξιωματικός ο οποίος παραιτείται σε ώρα επιχειρήσεων θεωρείται ότι λιποτακτεί και εκτελείται επιτόπου. Αυτό που προτείνετε, η παραίτησή σας δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα πράξη εσχάτης προδοσίας». Επειτα από λίγο χτύπησε το τηλέφωνο από την Ουάσιγκτον. Ηταν ο παλιός καλός μου φίλος Ντικ (Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ). Εχουμε μια προφορική συμφωνία, μου είπε. Να αποσυρθούν όλες οι δυνάμεις και από τα δύο νησιά, να απομακρυνθούν τα πολεμικά πλοία, αρχίζοντας από τα βαρύτερα (φρεγάτες επί του προκειμένου) και να επιστρέψουν τα νησιά στο status quo ante (ήδη υπάρχον καθεστώς).
Το status quo ante ήταν ακριβώς αυτό που είναι τώρα. Οι Ελληνες διεκδικούσαν τα μικρά ακατοίκητα νησιά της περιοχής ως κατάλοιπα της ιταλικής κυριαρχίας. Οι Τούρκοι τα διεκδικούσαν με βάση το σκεπτικό ότι δεν ονομάζονταν στη συνθήκη παραχώρησης της Δωδεκανήσου και κατά τη λογική τους δεν είχαν παραχωρηθεί.
Σημαία, πριν ενεργήσει προβοκατόρικα ο δημοσιογράφος και μετέπειτα Βουλευτής της ΝΔ Α. Ντινόπουλος με τη συνεργασία του δημάρχου Καλύμνου, ο οποίος ήταν γνωστός πολιτικός φίλος του Γεράσιμου Αρσένη, δεν υπήρχε σε καμία βραχονησίδα από το πλέγμα των Ιμίων. Η συμφωνία με τον Χόλμπρουκ ήταν προφορική («no armed elements, no military boats and guns, no flags»): «Οχι στρατιωτικές δυνάμεις, όχι στρατιωτικά πλοία και πυροβόλα όπλα, όχι σημαίες».
Μερικοί με κατηγορούν έκτοτε γιατί υπεστάλη η ελληνική σημαία που είχαν ανεβάσει ο Ντινόπουλος, ο δήμαρχος, και ο παπάς της Καλύμνου. Θυμίζω στους υπερπατριώτες ότι οι σημαίες ήταν δύο. Στη μικρή Ίμια υπήρχε η τούρκικη σημαία. Ή έφευγαν και οι δύο ή έμεναν και η γκρίζα ζώνη είχε πια καθιερωθεί. Θυμίζω επίσης ότι το προϋφιστάμενο καθεστώς, πριν από το επεισόδιο δηλαδή, περιελάμβανε μια de facto ελληνική παρουσία στην Ίμια, ένας καλύμνιος κτηνοτρόφος είχε ένα κοπάδι από πρόβατα πάνω στο μεγαλύτερο νησί και πήγαινε τακτικά εκεί για να τα ποτίσει ή να ενισχύσει τη διατροφή τους. Επίσης, γύρω από τα Ιμια ψάρευαν αποκλειστικά έλληνες παράκτιοι ψαράδες από την Κάλυμνο και ενίοτε μεγαλύτερα αλιευτικά συγκροτήματα.
Έχω σιωπήσει τόσα χρόνια για λόγους εθνικού συμφέροντος. Θρασύτατα εξυβρίστηκα και συκοφαντήθηκα διαρκώς από πάσης φύσεως πολιτικούς αντιπάλους. Καμιά απόφαση από όσες πήρα και εφάρμοσα δεν ήταν προσωπική μου επιλογή. Είχαμε πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και υπουργό Άμυνας τον Γεράσιμο Αρσένη.