Η αληθινή εκκλησία , που υπηρετεί τον Κύριο και Θεό μας, πρέπει να είναι γεμάτη αγάπη και απλότητα.
Να είναι σαν μάνα, που συντροφεύει κάθε λεπτό το παιδί της διακριτικά, αμερόληπτα δίκαια, γεμάτη ευγένεια και καλοσύνη…
Χωρίς να διακρίνει τον πλούσιο από το φτωχό στο πνεύμα και ο μόνος της στόχος είναι να οδηγεί τα παιδιά της στο Φως!
Πραγματικά είναι πολύ σκληρό, και σατανικό, να γλυτώνεις από τα χέρια των απίστων ανθρώπων,
και να πέφτεις στα χέρια των επαιόντων, που υποτίθεται ότι θα σε περιθάλψουν, αλλά μέσα στον χρόνο γίνεται το αντίθετο.
Σε γεμίζουν πολλές φορές με περισσότερες πληγές με την συμπεριφορά τους απέναντί σου, απέναντι στους άλλους πιστούς, και όχι μόνο αλλά και με την εκμετάλλευση τους. μπορείτε να σκεφτείτε ότι θέλετε..............
Σε γεμίζουν πολλές φορές με περισσότερες πληγές με την συμπεριφορά τους απέναντί σου, απέναντι στους άλλους πιστούς, και όχι μόνο αλλά και με την εκμετάλλευση τους. μπορείτε να σκεφτείτε ότι θέλετε..............
Ρωμ. 2:17
Εσύ, για παράδειγμα, έχεις το διακριτικό όνομα Ιουδαίος και επαναπαύεσαι στο νόμο, και καυχιέσαι πως ανήκεις στο Θεό,
Εσύ, για παράδειγμα, έχεις το διακριτικό όνομα Ιουδαίος και επαναπαύεσαι στο νόμο, και καυχιέσαι πως ανήκεις στο Θεό,
Ρωμ. 2:18
και ότι ξέρεις το θέλημά του, κι ακόμα πως εξετάζεις και διακρίνεις τα καλά από τα κακά, διδασκόμενος από το νόμο. Ρωμ. 2:19
Έτσι, έχεις πείσει τον εαυτό σου ότι είσαι οδηγός τυφλών, φως γι'αυτούς που είναι στο σκοτάδι,
Ρωμ. 2:20
παιδαγωγός ανοήτων, δάσκαλος νηπίων, και πως έχεις εκπαιδευτεί με τη γνώση και την αλήθεια του νόμου.
Ρωμ. 2:21
Ρωμ. 2:21
Εσύ, λοιπόν, που διδάσκεις τον άλλο, τον εαυτό σου δε διδάσκεις; Εσύ που κηρύττεις να μην κλέβουν, κλέβεις; Ρωμ. 2:22 Εσύ που λες να μη μοιχεύουν, μοιχεύεις; Εσύ που σιχαίνεσαι τα είδωλα, ιδιοποιείσαι και λατρεύεις τα είδωλα;
Ρωμ. 2:23
Εσύ που καυχιέσαι για το νόμο, αμαυρώνεις το όνομα του Θεού με την παράβαση του νόμου;
Ρωμ. 2:24
Γιατί, «εξαιτίας σας το όνομα του Θεού δυσφημίζεται ανάμεσα στους εθνικούς», όπως λέει η Γραφή.
Ρωμ. 2:25
Αλλά ας διαβάσουμε την ιστορία με τίτλο:
"Ο Πανδοχέας"
Την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη την ξέρουμε λίγο-πολύ όλοι.
Τα πρόσωπα, οι περιγραφές, τα πλούσια και μοναδικά μηνύματά της. Είναι ο δυστυχισμένος ταξιδευτής, που έπεσε στα χέρια ληστών, ο ιερέας, ο Λευίτης, ο Σαμαρείτης. Κατά καιρούς έχουμε σταθεί σε διάφορα σημεία, τα οποία και σχολιάσαμε, έχουμε διδάξει και ωφεληθεί από αυτά… Έχουμε «αποκωδικοποιήσει» τα πολύτιμα μηνύματα της παραβολής. Ποιος είναι ο ένας, ποιος είναι ο άλλος, ποιος ο ρόλος του καθενός.
Τα πρόσωπα, οι περιγραφές, τα πλούσια και μοναδικά μηνύματά της. Είναι ο δυστυχισμένος ταξιδευτής, που έπεσε στα χέρια ληστών, ο ιερέας, ο Λευίτης, ο Σαμαρείτης. Κατά καιρούς έχουμε σταθεί σε διάφορα σημεία, τα οποία και σχολιάσαμε, έχουμε διδάξει και ωφεληθεί από αυτά… Έχουμε «αποκωδικοποιήσει» τα πολύτιμα μηνύματα της παραβολής. Ποιος είναι ο ένας, ποιος είναι ο άλλος, ποιος ο ρόλος του καθενός.
Ένα πρόσωπο, που δεν μας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα νομίζω
είναι ο πανδοχέας, αυτός που υποδέχθηκε τον πληγιασμένο άνθρωπο και στον οποίο έδωσε σαφείς οδηγίες ο Καλός Σαμαρείτης για την περιποίησή του:
«Επιμελήθητι αυτού και ότι αν δαπανήσης περιπλέον, εγώ, όταν επανέλθω, θέλω σοι αποδώσει…»,
(Λουκάς ι΄ 30-38…)
Εδώ είναι, που αρχίζει η ιστορία μας. Ο Καλός Σαμαρείτης θα γυρίσει κάποτε, για να δει και ίσως να παραλάβει αυτόν που εμπιστεύτηκε στον πανδοχέα. Και θα περιμένει να έχει ακούσει και υπακούσει ο πανδοχέας στην επιθυμία τού Κυρίου ( Καλού Σαμαρείτη), ο οποίος του εμπιστεύτηκε έναν ταλαιπωρημένο και χτυπημένο από την αμαρτία άνθρωπο, να τον περιποιηθεί με αγάπη, όπως θα το έκανε ο ίδιος. Και μάλιστα, για να γίνουν σωστά όσα ζήτησε, έβγαλε χρήματα και πλήρωσε ο ίδιος τον πανδοχέα και τον διαβεβαίωσε πως ό,τι παραπάνω ξόδευε, ο Κύριος θα το κάλυπτε.
Ήρθε η μέρα - δεν ξέρουμε ποια είναι αυτή η μέρα, γι’ αυτό είναι καλό να είμαστε συνεπείς και έτοιμοι κάθε στιγμή –, χτύπησε την πόρτα του πανδοχείου ο Κύριος για να δει την ψυχή που έσωσε από τους ληστές και που μας την εμπιστεύτηκε να την περιποιηθούμε για χάρη Του. Θα μπορούσε να είναι στη δική μας εκκλησία, γιατί ο Κύριος μας εμπιστεύεται κάθε τόσο ψυχές να Τού τις υπηρετήσουμε με αγάπη, με αλήθεια, με θυσία για τη Βασιλεία Του. Όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να δει τον άνθρωπό Του, τον πιστό Του, που ο Ίδιος είχε γλιτώσει από τους ληστές της αμαρτίας και είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Και βέβαια περίμενε να δει έναν υγιέστατο, δυνατό και χαρούμενο άνθρωπο, με τις πληγές Του να έχουν γιατρευτεί, να είναι το πρόσωπό του φωτεινό, αναγεννημένος πιστός Του με αύξηση, με πρόοδο, γεμάτος με καινούργια ζωή.
Ήρθε η μέρα - δεν ξέρουμε ποια είναι αυτή η μέρα, γι’ αυτό είναι καλό να είμαστε συνεπείς και έτοιμοι κάθε στιγμή –, χτύπησε την πόρτα του πανδοχείου ο Κύριος για να δει την ψυχή που έσωσε από τους ληστές και που μας την εμπιστεύτηκε να την περιποιηθούμε για χάρη Του. Θα μπορούσε να είναι στη δική μας εκκλησία, γιατί ο Κύριος μας εμπιστεύεται κάθε τόσο ψυχές να Τού τις υπηρετήσουμε με αγάπη, με αλήθεια, με θυσία για τη Βασιλεία Του. Όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να δει τον άνθρωπό Του, τον πιστό Του, που ο Ίδιος είχε γλιτώσει από τους ληστές της αμαρτίας και είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Και βέβαια περίμενε να δει έναν υγιέστατο, δυνατό και χαρούμενο άνθρωπο, με τις πληγές Του να έχουν γιατρευτεί, να είναι το πρόσωπό του φωτεινό, αναγεννημένος πιστός Του με αύξηση, με πρόοδο, γεμάτος με καινούργια ζωή.
Όταν γύρισε να κοιτάξει αυτόν που Του έφεραν, τρόμαξε ο Κύριος. Νόμιζε ότι έγινε κάποιο λάθος
Αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι λάθος δεν έγινε, γιατί και οι υπόλοιποι, που έβλεπε να κυκλοφορούν, να μπαινοβγαίνουν στις αίθουσες του πανδοχείου, είχαν την ίδια δυστυχισμένη εικόνα. Οι πληγές ακόμα απεριποίητες, πολλές από αυτές μολυσμένες και σε χειρότερη κατάσταση από πριν. Ήταν φανερό ότι κανένας δεν είχε ασχοληθεί με τις πληγές, με τα τραύματα να τα καθαρίσει, να τα επιδέσει, να τα πλύνει, να τα βοηθήσει να κλείσουν. Κοίταξε τον άνθρωπό Του ο Κύριος, που με πολύ αγώνα είχε επαναφέρει από το θάνατο στη ζωή εκείνο το βράδυ από τα χέρια των ληστών και ήταν σαν σκελετός. Κακοταϊσμένος, απεριποίητος, χλωμός, αδύνατος. Με το ζόρι στεκόταν στα πόδια Του. Το πρόσωπό του φοβισμένο και με σπασμό αγωνίας. Σχεδόν δεν γνώρισε τον Κύριο.
Χρειάστηκε πολλή ώρα να περάσει, για να καταλάβει ότι απέναντί Του είχε τον Κύριό του και Λυτρωτή του από τους ληστές και την κακοποίηση της αμαρτίας.
Το επόμενο βήμα ήταν να του μιλήσει ο Κύριος, να μάθει μερικά πράγματα για τη ζωή του για το πώς περνούσε.
Από τον Ίδιο έμαθε ότι δεν είχε χαρά ούτε ειρήνη στην καρδιά του, είχε προβλήματα και φόβους. Όταν τον ρώτησε ο Κύριος τι φοβόταν, εκείνος του απάντησε ότι φοβόταν να μην ξαναπέσει στους ληστές και πάθει τα ίδια και χειρότερα. Όταν ο Κύριος απορημένος του είπε ότι τώρα πια είναι μέσα στη σωτηρία, μέσα στην Εκκλησία, ότι δίπλα του είναι ο ζωντανός Ιησούς Χριστός, ο Κύριος, εκείνος έδειξε να συμφωνεί, αλλά συνέχισε να δείχνει φοβισμένος και καχύποπτος.
Τότε ο Κύριος άλλαξε θέμα. Τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος με την περιποίηση που είχε στο πανδοχείο – εκκλησία που τον είχε οδηγήσει και εκείνος είπε πως ήταν όλα πολύ καλά. Του περιέγραψε τις ώρες που είχαν συναθροίσεις, τα κηρύγματα, τη μεγάλη ποικιλία ομιλητών, που περνούσαν από τον άμβωνα, τις εκδηλώσεις, τις ψυχαγωγίες, τις εκδρομές
Όταν τον ρώτησε τι τρώνε, εκείνος του είπε ότι δεν τρώνε και τόσο συχνά…, ότι το φαγητό δεν του φτάνει…, ότι σπάνια χορταίνουν. Φάνηκε σα να μην είναι πρώτη προτεραιότητα στο πανδοχείο της σωτηρίας η σωστή διατροφή τους.
Όταν μιλούσες με αυτόν τον άνθρωπο, εύκολα καταλάβαινες ότι είναι μπερδεμένος και άρρωστος. Ήταν λιγάκι χαμένος. Για τον κόσμο έξω από το ξενοδοχείο μιλούσε μια τρομοκρατημένος και μια με θαυμασμό. Δεν καταλάβαινες τι ακριβώς ήθελε, να είναι μέσα στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού ή έξω στον κόσμο του ψέματος της αμαρτίας; Είχε μια διαρκή σύγχυση ο άνθρωπος και επικίνδυνη άγνοια σε πολλά θέματα.
Τελικά, πάνω στην ώρα ήρθε και ο πανδοχέας.
Ήταν πασιχαρής, φρέσκος-φρέσκος, χαμογελαστός και σίγουρος για τον εαυτό του, ότι είχε εκτελέσει στο ακέραιο την αποστολή του και δεν έμενε παρά να εισπράξει από τον Κύριο την αμοιβή, που του είχε υποσχεθεί. Φαινόταν άνθρωπος δραστήριος, οργανωτικός, αεικίνητος, αισιόδοξος. Μόνος του προσφέρθηκε να ξεναγήσει τον Κύριο στους χώρους τού πανδοχείου, που διοικούσε ο ίδιος με μια ομάδα «πρεσβυτέρων». Τον ακολούθησε ο Κύριος σιωπηλός, μη θέλοντας να τον δυσαρεστήσει, και η ξενάγηση άρχισε:
«…Από εδώ είναι οι αίθουσες κηρυγμάτων. Εδώ μαζεύουμε τους ανθρώπους και τους κάνουμε κηρύγματα. Πολλών ειδών κηρύγματα. Μεγάλα, μικρά, μέτρια, απολογητικά, ερμηνευτικά, θεολογικά, για να είναι καταρτισμένοι…. »
Εδώ είναι οι αίθουσες των νέων, των παιδιών, των εφήβων, των κυριών για τις δικές τους ώρες…. »Εδώ είναι τα γραφεία μας και οι αίθουσες συνεδριάσεων της διοίκησης της εκκλησίας… »
Από εδώ έχουμε τις αίθουσες συνεστιάσεων και κοινωνίας, έχουμε τα Κυριακά μας σχολεία για τα μικρά παιδιά… »
Αυτό είναι το γραφείο τού εργάτη τού ξενοδοχείου, που ετοιμάζει τα κηρύγματά του και δέχεται τους επισκέπτες του…»
Ήταν τόσο φωτεινό το πρόσωπο του πανδοχέα, τόσος ο ενθουσιασμός του για την τέλεια οργάνωση και λειτουργία τού πανδοχείου, που δεν περνούσε από το μυαλό του άλλη πιθανή αντίδραση από την πλευρά τού Κυρίου, παρά να τον γεμίσει συγχαρητήρια και επαίνους.
Ίσως, στο πίσω μέρος τού μυαλού του να είχε και κάποια προαγωγή ή αναβάθμιση του ρόλου του μετά από όλα αυτά που έδειξε στον Κύριο.
Αντί για όλα αυτά, ο Καλός Σαμαρείτης τον κοίταξε με πρόσωπο γεμάτο απορία και τον ρώτησε: «Πού περιποιείστε τις πληγές και τα τραύματα όλων αυτών που σας φέρνω κατά καιρούς από τους δρόμους της αμαρτίας;»
Ο πανδοχέας κοντοστάθηκε, έψαξε λίγο για μια καλή απάντηση, αλλά δεν βρήκε και του είπε πολύ στεγνά:
«Εδώ, Κύριε, εδώ μέσα τα κάνουμε όλα…» Κατάλαβε ο Κύριος και δεν συνέχισε. Το μόνο που έκανε ήταν να φωνάξει από τη γωνιά του εκείνον τον δύστυχο, που του είχε εμπιστευτεί εκείνο το βράδυ με τις πληγές από τους ληστές. Του τον έδειξε και τον ρώτησε αν τον γνώριζε, αν είχε ασχοληθεί προσωπικά μαζί του, αν είχε αγγίξει τις πληγές του, αν ήξερε τι πραγματικά τον απασχολούσε…
Ο πανδοχέας κοντοστάθηκε, έψαξε λίγο για μια καλή απάντηση, αλλά δεν βρήκε και του είπε πολύ στεγνά:
«Εδώ, Κύριε, εδώ μέσα τα κάνουμε όλα…» Κατάλαβε ο Κύριος και δεν συνέχισε. Το μόνο που έκανε ήταν να φωνάξει από τη γωνιά του εκείνον τον δύστυχο, που του είχε εμπιστευτεί εκείνο το βράδυ με τις πληγές από τους ληστές. Του τον έδειξε και τον ρώτησε αν τον γνώριζε, αν είχε ασχοληθεί προσωπικά μαζί του, αν είχε αγγίξει τις πληγές του, αν ήξερε τι πραγματικά τον απασχολούσε…
Από τις αντιδράσεις και τα λεγόμενα του πανδοχέα καταλάβαινε εύκολα κανείς ότι πρώτη φορά άκουγε τέτοια πράγματα και όπως του είπε στο τέλος,
«εμείς στο πανδοχείο μας δεν κάνουμε τέτοια…»
«εμείς στο πανδοχείο μας δεν κάνουμε τέτοια…»
Τελειώνοντας ο πανδοχέας και πριν αφήσει τον Κύριο γιατί τον ζητούσαν επειγόντως στο τηλέφωνο για μια υπόθεση, έσκυψε στο αυτί Του και του είπε εμπιστευτικά: …
Ξέρεις, Κύριε, αυτόν τον καιρό είχαμε κάποια προβλήματα εδώ στο πανδοχείο, που έπρεπε να λύσουμε, θέλαμε να κάνουμε κάποιες επεκτάσεις και ανακαινίσεις των εγκαταστάσεων, έπρεπε να μαζέψουμε και κάποια χρήματα, είχαμε και λίγο ένταση με κάποια θέματα εσωτερικά μεταξύ μας, στο πρεσβυτέριο, και, καταλαβαίνεις, αμελήσαμε μερικά πράγματα…
Ο Κύριος χαμογέλασε σιωπηλός. Τον άφησε να φύγει, να πάει στο γραφείο του. Πήρε από το χέρι τον σκελετωμένο πιστό Του και κατευθύνθηκε στην έξοδο. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω τους, γύρισε και κοίταξε όλο αυτό το τεράστιο συγκρότημα και δεν είδε παρά αίθουσες, αίθουσες, αίθουσες. Ψυχρές, άψυχες, ξένες… Ομιλίες, κηρύγματα, μαθήματα, ξανά ομιλίες… Αναστέναξε με πόνο ο Κύριος και μέσα στην καρδιά Του ανέβηκε η απόφαση ποτέ ξανά να μην εμπιστευτεί σε εκείνο το πανδοχείο ψυχές που αγάπησε, που περιποιήθηκε και γλίτωσε από τα δεσμά της αμαρτίας. Μετά κοίταξε δίπλα Του και το πρόσωπό Του φωτίστηκε από χαρά. Ο πιστός Του ανέπνεε. «Αυτόν τουλάχιστον τον έσωσα από βέβαιο θάνατο…, θα τον περιποιηθώ μόνος Μου», σκέφτηκε.
«Τους φέρνω από τους ληστές τού κόσμου της αμαρτίας και πεθαίνουν μέσα στις εκκλησίες…»
μονολόγησε και σκέφτηκε να συμπληρώσει την παραβολή τού Καλού Σαμαρείτη κάπως έτσι:
«περιέπεσεν εις ληστάς και εις τας χείρας του πανδοχέα…»
Αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις του Κυρίου πριν απομακρυνθεί πονεμένος για ΟΛΑ ΑΥΤΑ.