Στα Αρχαία Ελληνικά, το «φιλώ» είναι «κυνέω / κυνώ», εξ’ού και το προσκυνώ (σημαίνει κάνω ένα βήμα μπροστά και δίνω ένα φιλί).
Στον Όμηρο χρησιμοποιείται και σαν τέτοιο. Η σημασία του είναι κι αυτή, όπως και πολλές άλλες. Η ετυμολογία της λέξης όμως, η αρχική της προέλευση, είναι η εξής:
“προσκυνώ Αόρ. προσκύνησα, μέλ. προσκυνήσω: Συντίθεται από την πρόθεση “προς” και το ρήμα κυνέω-ώ που σημαίνει “υποδέχομαι με χαρά”. Η ρίζα του είναι η λέξη “κύων” που σημαίνει “σκύλος”. Έτσι, η λέξη σημαίνει στην κυριολεξία: “να πέφτω στα τέσσερα ή να κάνω χαρές, όπως ακριβώς ο σκύλος”, Κάρολος Χουκ, “Κλείδα της ελληνικής διαθήκης: Επιλογή κειμένων με φιλολογική εξήγηση”, σελ. 6 και σελ. 142)
Προσκυνέω-ώ:
Φιλώ ή θαυμάζω από την ανατολίτικη συνήθεια να φιλούν τα χέρια ή τα γόνατα των ανωτέρων. Η απλούστερη σημασία του είναι “σκύβω”.
Προέρχεται από το ρήμα “κυνέω” που σημαίνει “χαίρομαι” ή “φιλώ” σαν σκύλος. Η λέξη “προσκυνώ” στην ουσία σημαίνει “μιμούμαι τον σκύλο” (F. Valpy, “Οι βασικές λέξεις της ελληνικής γλώσσας”, Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ,
σελ. 154 και 244).