"Γι΄ αυτά πολεμήσαμε "
(Απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη.)
«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπο όντας παιδί να σπουδάξω:
Ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ΄ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου.
Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει
από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χειρότερο πατριώτη μου Έλληνα.
Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω:
ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι.
Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομε να ζήσομεν εδώ.
Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος.
Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»;
Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»;
Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς».
Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε όλοι μαζί.
Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούμε όλοι οι Έλληνες ν΄ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε:
«Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες» - αν είναι αγώνες και θυσίες.
Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας - ότι θα είναι καλά δικά τους.»
«Είχα δυο αγάλματα» «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα΄ χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ΄ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι΄ αυτά πολεμήσαμε»
«Εκεί που ΄φκιανα τις θέσεις στους Μύλους, ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί.
Μου λέγει:
Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες·
τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;
Του λέγω:
Είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει,
και θα δείξουμε την τύχη μας σ΄ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες.
Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ΄ έναν τρόπο·
ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.
Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν.
Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.
Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.»
«...Θεοτόκο, μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής και της αγαθότης, προστρέχομεν, οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις την εσπλαχίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευκή ΄λικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του να τον περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, να σηκώσει την δίκια του οργή οπού ΄χει σε μας τους αχάριστους και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του οπού την στερεθήκαμεν από την κακία μας και ΄διοτέλεια μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον· το έλεός του είναι άβυσσος της θαλάσσης, και τους ανόητους εμάς και τους ΄διοτελείς να μας ενώσει και να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά και αγαθά αιστήματα δια την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθαρά να ΄χομεν εις τον παντουργό μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και εις την παντοτινή ζωή...»