Η παρακάτω ιστορία είναι αλληγορική και μιλάει για τον πιο όμορφο κήπο του κόσμου.
Εκεί που δεν υπάρχει οδύνη, πόνος, δάκρυ και στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.
Διαβάστε την ιστορία και τα συμπεράσματα δικά σας…
Ήταν κάποτε ένα παιδί που «γεννήθηκε» μέσα σε έναν υπέροχο κήπο...
Ο καιρός εκεί ήταν πάντα καλός και τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν πάντα φρέσκα και λαχταριστά. Δεν έπεφτε ποτέ βροχή και ο ουρανός φαινόταν πάντα να χαμογελάει και να του στέλνει τη ζεστασιά του. Η δροσιά της νύχτας μεγάλωνε τα φυτά και οι καρποί των δέντρων δεν είχαν ποτέ σκουλήκια. Τα λαχανικά ήταν τραγανά και γυαλιστερά, είτε φύτρωναν πάνω στη γη, είτε ήταν ρίζες που μεγάλωναν μέσα στο απαλό χώμα.
Ο μικρός μας φίλος ξυπνούσε κάθε πρωί με το τιτίβισμα των πουλιών και το βράδυ κοιμόταν με το τραγουδιστό μουρμούρισμα όλων των ζώων που ζούσαν μέσα στον κήπο καθώς κούρνιαζαν κοντά του, για να μη νιώθει ποτέ μοναξιά. Ο κήπος ήταν ο φίλος του. Ήταν η πατρίδα και ο τόπος καταγωγής του. Ήταν το σπίτι του και το παιχνίδι του. Αυτός ο κήπος ήταν όλος του ο κόσμος. Σε αυτόν ήταν πραγματικά ευτυχισμένος. Γνώριζε τον κήπο του σαν την παλάμη του χεριού του. Δεν ήταν ένας τόπος απλώς οικείος, αλλά η επέκταση του εσωτερικού του κόσμου. Αγαπούσε τα πάντα εκεί μέσα και τον αγαπούσαν κι αυτά. Ήταν ασφαλής και χαρούμενος, και ο καιρός περνούσε σε μια υπέροχη και ήρεμη ατμόσφαιρα.
Όμως, λένε πως όλα τα καλά τελειώνουν κάποτε. Έτσι, μια μέρα, καθώς έτρεχε ανέμελα μέσα στον κήπο, «σκέφτηκε» πως έπρεπε να εξερευνήσει όλα τα ενδεχόμενα. Να δει τι είναι πέρα από την πυκνή συστάδα των δέντρων που σχημάτιζαν τα φυσικά όρια του κήπου. Ποτέ πριν δεν είχε «σκεφτεί» κάτι τέτοιο, κι όμως τώρα του έμοιαζε σαν κάτι φυσικό που έπρεπε να το αναζητήσει. Από τη στιγμή που «πέρασε αυτή η ιδέα» από το μυαλό του, του κόλλησε στο νου, και ήθελε οπωσδήποτε να την πραγματοποιήσει, σαν ο κήπος να μην ήταν πια αρκετός για να ζήσει. Μάλιστα, άρχισε να του «φαίνεται» αντί για παράδεισος, σαν φυλακή. Όλες οι χαμογελαστές εικόνες του ουρανού και οι σχέσεις του με τα ζωάκια του κήπου, δεν ήταν πια αρκετά. Οι όμορφες ήσυχες ημέρες, που η μία διαδεχόταν την άλλη, τα δέντρα οι φίλοι του, όλα αυτά, δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την ψυχή του. Τα νόστιμα φρούτα δεν ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να έχει γευτεί, τα φρέσκα τραγανά λαχανικά, δεν ήταν όσο ευχάριστα ήταν άλλοτε. Όλα όσα ήξερε δεν του κέντριζαν το ενδιαφέρον πια όπως πριν να σκεφτεί να εξερευνήσει τον κόσμο. Η επιθυμία για «αλλαγή» τριβέλιζε τη σκέψη του, η ιδέα να πάει κάπου αλλού, που όλα θα ήταν πιο εντυπωσιακά από όσο είχε συνηθίσει, αιχμαλώτισε την καρδιά του κι αυτό του έγινε έμμονη ιδέα. Στο τέλος, σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό δέντρο και, με ένα πήδο, βρέθηκε εκτός.
Όμως, λένε πως όλα τα καλά τελειώνουν κάποτε. Έτσι, μια μέρα, καθώς έτρεχε ανέμελα μέσα στον κήπο, «σκέφτηκε» πως έπρεπε να εξερευνήσει όλα τα ενδεχόμενα. Να δει τι είναι πέρα από την πυκνή συστάδα των δέντρων που σχημάτιζαν τα φυσικά όρια του κήπου. Ποτέ πριν δεν είχε «σκεφτεί» κάτι τέτοιο, κι όμως τώρα του έμοιαζε σαν κάτι φυσικό που έπρεπε να το αναζητήσει. Από τη στιγμή που «πέρασε αυτή η ιδέα» από το μυαλό του, του κόλλησε στο νου, και ήθελε οπωσδήποτε να την πραγματοποιήσει, σαν ο κήπος να μην ήταν πια αρκετός για να ζήσει. Μάλιστα, άρχισε να του «φαίνεται» αντί για παράδεισος, σαν φυλακή. Όλες οι χαμογελαστές εικόνες του ουρανού και οι σχέσεις του με τα ζωάκια του κήπου, δεν ήταν πια αρκετά. Οι όμορφες ήσυχες ημέρες, που η μία διαδεχόταν την άλλη, τα δέντρα οι φίλοι του, όλα αυτά, δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την ψυχή του. Τα νόστιμα φρούτα δεν ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να έχει γευτεί, τα φρέσκα τραγανά λαχανικά, δεν ήταν όσο ευχάριστα ήταν άλλοτε. Όλα όσα ήξερε δεν του κέντριζαν το ενδιαφέρον πια όπως πριν να σκεφτεί να εξερευνήσει τον κόσμο. Η επιθυμία για «αλλαγή» τριβέλιζε τη σκέψη του, η ιδέα να πάει κάπου αλλού, που όλα θα ήταν πιο εντυπωσιακά από όσο είχε συνηθίσει, αιχμαλώτισε την καρδιά του κι αυτό του έγινε έμμονη ιδέα. Στο τέλος, σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό δέντρο και, με ένα πήδο, βρέθηκε εκτός.
Η πτώση του στο έδαφος, τον έκανε να σαστίσει. Σηκώθηκε, όμως, και έστησε το κορμί του ίσιο. Άφησε το βλέμμα του να περιτρέξει το τοπίο. Όλα έμοιαζαν σαν να ήταν από άλλο υλικό κατασκευασμένα. Το χορτάρι ήταν θαμπό έξω από τον κήπο και ξερό το χώμα τριγύρω. Πρώτη φορά είχε δει τόσες αντιθέσεις και σκούρα χρώματα. Παραπατώντας, περιπλανήθηκε για χιλιόμετρα. Ο χρόνος έτρεχε αλματωδώς και πείνασε γρήγορα. Έκανε να πιάσει στα λίγα δέντρα που συναντούσε κάποιο καρπό, αλλά τα κλαδιά τους ήταν γυμνά και δεν είχαν φρούτα. Έσκαψε στην γη, αλλά δεν είχε νόστιμες ρίζες για να φάει, όπως έτρωγε στον μικρό του κήπο. Ωστόσο, υπήρχαν τόσα νέα πράγματα για να δει, τόσα περίεργα χρώματα για να θαυμάσει. Στον δρόμο που βάδιζε, παρατηρούσε κι άλλους ανθρώπους. Του έμοιαζαν όλοι τόσο πολύ, όταν όμως άνοιγε κουβέντα μαζί τους ήταν σαν να μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Άλλο πράγμα έλεγαν κι άλλο εννοούσαν. Και πολλά από όσα άκουγε δεν έμοιαζαν γι’ αληθινά. Δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν και δεν έφερνε αντιρρήσεις σε όσα άκουγε, αλλά όλα όσα είχε μπροστά του έμοιαζαν να είναι διαφορετικά. Τα πράγματα, τα φυτά και τα ζώα είχαν το ίδιο όνομα, το ίδιο σχήμα και περίπου τα ίδια χρώματα, αλλά σαν να ήταν διαφορετικά από αυτά που ήξερε.
Περπατούσε και περπατούσε και προχωρούσε, μα δεν ήξερε πού έπρεπε να πάει. Αλλά η διάθεση να εξερευνήσει τον κόσμο ήταν ακόμα ζωντανή. Έτσι, συνέχιζε να περπατάει και να παρατηρεί. Τα πλάσματα της φύσης, που ήταν τόσο φιλικά μαζί του στον κήπο, έξω από τον κήπο ήταν άγρια. Δεν μπορούσε να τα πλησιάσει και άρχισε να νιώθει μόνος.
Στον κήπο του, άπλωνε το χέρι και έπαιρνε κάθε τι που χρειαζόταν, έξω από τον κήπο όμως, ήταν τόσο δύσκολο να το αποκτήσει οτιδήποτε κι έμενε να το χαζεύει από μακριά. Κάποτε, σκέφτηκε ότι έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του. Όλα όσα αγαπούσε και θεωρούσε εύκολα και δεδομένα τώρα του έλειπαν. Κατάλαβε ότι τα είχε επιθυμήσει. Ανακάλυψε ότι αυτά που είχε, δεν ήταν μόνο όμορφα, αλλά και τα καλύτερα πράγματα του είδους τους. Έτσι, αποφάσισε να επιστρέψει. Μόλις όμως το αποφάσισε, κατάλαβε πως είχε χάσει τον δρόμο του, δεν θυμόταν πώς να ξαναγυρίσει. Άρχισε να λυπάται και αυτό ήταν κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν.
Τελικά ανακάλυψε ότι ο κήπος του ήταν το ωραιότερο μέρος που θα μπορούσε να υπάρχει. Εκεί όλα ήταν τόσο φιλικά και όμορφα, άκακα και νόστιμα, τρυφερά και χαρούμενα. Έξω από αυτόν ο κόσμος ήταν μόνο ένα πολύ υποδεέστερο αντίγραφο, μια παραμορφωμένη εικόνα αυτού που θα έπρεπε να υπάρχει. Η λύπη του έγινε βαθιά και για πρώτη φορά ένας πόνος σχηματίστηκε στην καρδιά του. Η νοσταλγία της αγαπημένης του πατρίδας, του όμορφου γλυκού του σπιτικού ήταν ένας αβάσταχτος καημός για τη μικρή του καρδούλα. Ήταν όμως νέος κι ένιωθε πολύ δυνατός. Αποφάσισε, λοιπόν, να συνεχίσει να ψάχνει τον δρόμο για την επιστροφή και συνέχισε να τον αναζητά ακατάπαυστα.
Οι μέρες στον εχθρικό κόσμο που βρέθηκε ήταν γεμάτες με κόπο και αγωνία. Πολλές απογοητεύσεις και κακές εμπειρίες σημάδεψαν την καρδιά του με πληγές μικρές και μεγάλες. Όμως, εκείνος έκλεινε τα μάτια κι ονειρευόταν το σπίτι του, εκεί που όλα ήταν τακτοποιημένα και τρυφερά, καθαρά και ασφαλή και τόσο αγαπημένα.
Έμαθε να στερείται αυτά που του άρεσαν και οι δυσκολίες του έγιναν πια καθημερινή εμπειρία. Τα μάτια του κάποτε δάκρυζαν και η μόνη του παρηγοριά ήταν ότι ίσως, στην επόμενη στροφή του δρόμου, να συναντήσει κάτι γνώριμο που θα τον οδηγούσε στο σπιτικό του. Όμως, ο καιρός περνούσε και ο χρόνος ήταν σκληρός μαζί του. Καταλάβαινε πως μεγάλωνε. Άρχισε να ψηλώνει, να βλέπει τα πράγματα αλλιώς, να αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα της ζωής τις μπόρες. Παρόλο, όμως, που άλλαζε το παρουσιαστικό του, μέσα του ήξερε ακριβώς, πως εκεί στο βάθος της ψυχής του, σε μια γωνιά της καρδιάς του, παρέμενε ακόμα ζωντανό το ίδιο εκείνο το παιδί, που γεννήθηκε στον πιο τέλειο κήπο του κόσμου. Ο καιρός συνέχισε να περνάει. Και ο χρόνος κυλούσε γι’ αυτόν αμείλικτος και άρχισε να νιώθει το βάρος της αναζήτησης ασήκωτο στους ταλαιπωρημένους του ώμους.
Έμαθε να στερείται αυτά που του άρεσαν και οι δυσκολίες του έγιναν πια καθημερινή εμπειρία. Τα μάτια του κάποτε δάκρυζαν και η μόνη του παρηγοριά ήταν ότι ίσως, στην επόμενη στροφή του δρόμου, να συναντήσει κάτι γνώριμο που θα τον οδηγούσε στο σπιτικό του. Όμως, ο καιρός περνούσε και ο χρόνος ήταν σκληρός μαζί του. Καταλάβαινε πως μεγάλωνε. Άρχισε να ψηλώνει, να βλέπει τα πράγματα αλλιώς, να αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα της ζωής τις μπόρες. Παρόλο, όμως, που άλλαζε το παρουσιαστικό του, μέσα του ήξερε ακριβώς, πως εκεί στο βάθος της ψυχής του, σε μια γωνιά της καρδιάς του, παρέμενε ακόμα ζωντανό το ίδιο εκείνο το παιδί, που γεννήθηκε στον πιο τέλειο κήπο του κόσμου. Ο καιρός συνέχισε να περνάει. Και ο χρόνος κυλούσε γι’ αυτόν αμείλικτος και άρχισε να νιώθει το βάρος της αναζήτησης ασήκωτο στους ταλαιπωρημένους του ώμους.
Στο τέλος, ξέχασε πώς ήταν ο κήπος που αναζητούσε. Ξέχασε πού ακριβώς ήταν τα μικρά δρομάκια, εκεί που έπαιζε κρυφτό με τα ζώα του και περνούσε καβάλα στο αλογάκι του και έτρεχε δίπλα στα υπέροχα άτια της αγέλης που μεγάλωνε στον κήπο του. Ξέχασε πόσες μηλιές είχε το περιβόλι του, πόσα καρότα μεγάλωναν υπόγεια στην αυλή του. Δε θυμόταν πια τη σαγηνευτική ομορφιά του, τη λάμψη του ήλιου που χάιδευε τα φυτά του, τη μελωδία από το τιτίβισμα των μικρών του φίλων, το τραγούδι με το οποίο τον νανούριζαν τα ζώα του δάσους πριν κοιμηθεί. Αχνές εικόνες έμειναν στο μυαλό του μιας ευτυχίας που κάποτε έζησε και που την κυνηγούσε, χωρίς να μπορεί πουθενά να την ξαναβρεί. Και τα χρόνια περνούσαν κι αυτός συνέχιζε να αναζητά την υπέροχη αίσθηση της πατρίδας του και την ευτυχία που είχε γνωρίσει στην ξεγνοιασιά των παιδικών του παιχνιδιών.
Συνέχισε να πορεύεται μέσα σε έναν κόσμο σκληρό και απάνθρωπο, σε ένα περιβάλλον που συνεχώς τον απογοήτευε. Μέσα στα χρόνια, συσσωρευόταν ο πόνος του και μια πικρή γεύση απελπισίας στην καρδιά του.
Η μόνη ανακούφιση που ένιωθε ήταν όταν στο συνεχές ταξίδι του, σε κάποια στροφή του δρόμου, μπορούσε να βρει μια γωνιά που να του θυμίζει έστω και λίγο τον κήπο του, την παρηγοριά, την αγκαλιά της πατρίδας του, την ανακούφιση μιας ψευδαίσθησης αγάπης. Το ήξερε πως εκεί στον ξένο τόπο, δεν τον αγαπούσε κανείς, το είχε καταλάβει από τις άσχημες εμπειρίες που είχε περάσει κοντά τους. Αλλά ακόμα και η προσπάθεια να παραστήσει ότι κάτι έμοιαζε στην πατρίδα του, ήταν μεγάλη παρηγοριά. Τα χρόνια συνέχιζαν να περνάνε, οι θλίψεις του πλήθαιναν, οι μέρες του βάραιναν, το όνειρο έλιωνε. Έλιωνε και αυτός μαζί του.
Η μόνη ανακούφιση που ένιωθε ήταν όταν στο συνεχές ταξίδι του, σε κάποια στροφή του δρόμου, μπορούσε να βρει μια γωνιά που να του θυμίζει έστω και λίγο τον κήπο του, την παρηγοριά, την αγκαλιά της πατρίδας του, την ανακούφιση μιας ψευδαίσθησης αγάπης. Το ήξερε πως εκεί στον ξένο τόπο, δεν τον αγαπούσε κανείς, το είχε καταλάβει από τις άσχημες εμπειρίες που είχε περάσει κοντά τους. Αλλά ακόμα και η προσπάθεια να παραστήσει ότι κάτι έμοιαζε στην πατρίδα του, ήταν μεγάλη παρηγοριά. Τα χρόνια συνέχιζαν να περνάνε, οι θλίψεις του πλήθαιναν, οι μέρες του βάραιναν, το όνειρο έλιωνε. Έλιωνε και αυτός μαζί του.
Κάποτε, κάθισε στην άκρη ενός ξέφωτου και άρχισε να κλαίει. Τα μάτια του δάκρυζαν και η καρδιά του σπάραζε. Έτσι, μόνος και απαρηγόρητος, έκλαιγε για μέρες. Οι μέρες περνούσαν και το κορμί του σπάραζε όλο και περισσότερο, συγκλονισμένο από τον πόνο και τη θλίψη, αλλά και την ντροπή της αποτυχίας. Ένοιωθε πόσο άσχημα είχε προδώσει τους φίλους του στον μικρό του κήπο. Πόσο φρικτά είχε προδώσει την αγάπη τους και τη φροντίδα τους που απλόχερα του χάριζαν όσο καιρό ήταν κοντά τους. Κανένας δεν τον πείραζε όταν ήταν εκεί, όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν. Κι αυτός τόσο αχάριστος κι αδιάντροπος, τους είχε αφήσει χωρίς να νοιαστεί, και τους αναζήτησε όταν πια ήταν αδύνατο να τους ξανάβρει.
Δεν είχε καταφέρει να βρει τρόπο να επιστρέψει και κατάλαβε ότι πια ίσως να ήταν αδύνατο. Γι’ αυτό, είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον και δεν τον ένοιαζε πια η ζωή, γιατί δεν είχε καμιά απόλαυση από αυτή να περιμένει. Κι όμως, περίεργο, τα δάκρυα στέρεψαν κι αυτά. Όλη η θλίψη που είχε η καρδιά του εκφράσει, δεν την είχε ξεπεράσει με το κλάμα του αυτό. Είχε μόνο για λίγο ξεσπάσει. Τότε, από τα κατάβαθα της ψυχής του έβγαλε μια κραυγή στην ερημιά. Ξαφνιάστηκε τόσο κι ο ίδιος. Και αυτή ήταν η μόνη φορά που για δευτερόλεπτα καλμάρισε ο πόνος. Και τότε, συνέχιζε να φωνάζει δυνατά, με την ελπίδα να περάσει ο πόνος. Κι έμεινε εκεί να κράζει στην ερημιά, αν και ήτανε μόνος. Φώναζε το όνομα της αγαπημένης του χώρας. Της φώναζε πόσο του λείπει: Θέλω να ξέρεις ότι κι εγώ σε αγαπώ και μετάνιωσα που έμεινα μόνος...
Ούρλιαζε κι έκλαιγε με αναφιλητά, και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Αλλά δε σταματούσε, φώναζε πιο δυνατά και δεν τον ένοιαζε, ακόμα κι αν σκάσει.
Τότε με απελπισία έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό, και εκεί αντίκρισε κάτι που δεν περίμενε.
Ο ουρανός, που έβλεπε τα πάντα από ψηλά, τον παρακολουθούσε από τότε που είχε φύγει. Τον είχε σπλαχνιστεί και προσπαθούσε να του δείξει κάτι, αλλά αυτός δεν είχε στρέψει ποτέ του το βλέμμα του προς τα πάνω. Αλλά εκείνη τη στιγμή, καθώς επιτέλους γύρισε το βλέμμα του, εκείνη τη στιγμή ο ουρανός είχε την ευκαιρία να…
Έκανε σύννεφα πολλά και τα μάζεψε σαν μια ασπίδα σε ένα τμήμα, ώστε να στηθούν ακριβώς απέναντι από τον ήλιο.
Έπειτα ζήτησε από τον ήλιο να λάμψει κατευθείαν πάνω από τον κήπο και το φως του αντικατοπτρίστηκε και δημιουργήθηκε μία εικόνα του κήπου πάνω στο κοίλο τμήμα του. Όταν ο φίλος μας είδε στον ουρανό τη μακρινή εικόνα του αγαπημένου του κήπου, την αναγνώρισε αμέσως και σταμάτησε να φωνάζει. Μόνο τα μάτια του έτρεχαν πάλι τα καυτά του δάκρυα, μα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα σφιγμένα του χείλη για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Έμεινε να ατενίζει τον ουρανό για πολλή ώρα. Έτσι, γεννήθηκε πάλι η ελπίδα στην καρδιά του. Ευχαρίστησε τον ουρανό που του χάρισε ξανά την ελπίδα και του ζήτησε, μιας κι ήταν ο μόνος που του χάρισε κάτι καλό, να γίνουνε φίλοι και, όποτε το χρειάζεται, να του δείχνει την αγαπημένη του πατρίδα, για να παρηγορείται ώσπου να μπορέσει να τη συναντήσει ξανά. Κι ο ουρανός στοργικά δέχθηκε.
Δεν είχε καταφέρει να βρει τρόπο να επιστρέψει και κατάλαβε ότι πια ίσως να ήταν αδύνατο. Γι’ αυτό, είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον και δεν τον ένοιαζε πια η ζωή, γιατί δεν είχε καμιά απόλαυση από αυτή να περιμένει. Κι όμως, περίεργο, τα δάκρυα στέρεψαν κι αυτά. Όλη η θλίψη που είχε η καρδιά του εκφράσει, δεν την είχε ξεπεράσει με το κλάμα του αυτό. Είχε μόνο για λίγο ξεσπάσει. Τότε, από τα κατάβαθα της ψυχής του έβγαλε μια κραυγή στην ερημιά. Ξαφνιάστηκε τόσο κι ο ίδιος. Και αυτή ήταν η μόνη φορά που για δευτερόλεπτα καλμάρισε ο πόνος. Και τότε, συνέχιζε να φωνάζει δυνατά, με την ελπίδα να περάσει ο πόνος. Κι έμεινε εκεί να κράζει στην ερημιά, αν και ήτανε μόνος. Φώναζε το όνομα της αγαπημένης του χώρας. Της φώναζε πόσο του λείπει: Θέλω να ξέρεις ότι κι εγώ σε αγαπώ και μετάνιωσα που έμεινα μόνος...
Ούρλιαζε κι έκλαιγε με αναφιλητά, και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Αλλά δε σταματούσε, φώναζε πιο δυνατά και δεν τον ένοιαζε, ακόμα κι αν σκάσει.
Τότε με απελπισία έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανό, και εκεί αντίκρισε κάτι που δεν περίμενε.
Ο ουρανός, που έβλεπε τα πάντα από ψηλά, τον παρακολουθούσε από τότε που είχε φύγει. Τον είχε σπλαχνιστεί και προσπαθούσε να του δείξει κάτι, αλλά αυτός δεν είχε στρέψει ποτέ του το βλέμμα του προς τα πάνω. Αλλά εκείνη τη στιγμή, καθώς επιτέλους γύρισε το βλέμμα του, εκείνη τη στιγμή ο ουρανός είχε την ευκαιρία να…
Έκανε σύννεφα πολλά και τα μάζεψε σαν μια ασπίδα σε ένα τμήμα, ώστε να στηθούν ακριβώς απέναντι από τον ήλιο.
Έπειτα ζήτησε από τον ήλιο να λάμψει κατευθείαν πάνω από τον κήπο και το φως του αντικατοπτρίστηκε και δημιουργήθηκε μία εικόνα του κήπου πάνω στο κοίλο τμήμα του. Όταν ο φίλος μας είδε στον ουρανό τη μακρινή εικόνα του αγαπημένου του κήπου, την αναγνώρισε αμέσως και σταμάτησε να φωνάζει. Μόνο τα μάτια του έτρεχαν πάλι τα καυτά του δάκρυα, μα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα σφιγμένα του χείλη για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Έμεινε να ατενίζει τον ουρανό για πολλή ώρα. Έτσι, γεννήθηκε πάλι η ελπίδα στην καρδιά του. Ευχαρίστησε τον ουρανό που του χάρισε ξανά την ελπίδα και του ζήτησε, μιας κι ήταν ο μόνος που του χάρισε κάτι καλό, να γίνουνε φίλοι και, όποτε το χρειάζεται, να του δείχνει την αγαπημένη του πατρίδα, για να παρηγορείται ώσπου να μπορέσει να τη συναντήσει ξανά. Κι ο ουρανός στοργικά δέχθηκε.
Από τότε, η ελπίδα στην καρδιά του φίλου μας τον έκανε να έχει υπομονή και με τους άλλους ανθρώπους. Προσπάθησε να τους πλησιάσει και να τους μιλήσει για εκείνον τον μοναδικό τόπο που δεν γνώριζαν, αλλά που ήταν τόσο καταπληκτικός επειδή δεν υπήρχαν καημοί και δάκρυα εκεί, αλλά μόνο χαρούμενες φωνές και όμορφα πράγματα. Εκεί που δεν υπήρχε φτώχεια και πόνος, αλλά μόνο ασφάλεια και απόλαυση. Κι όσο πιο πολύ μιλούσε στους άλλους για εκείνον τον τόπο, τόσο ένιωθε ότι τον πλησιάζει, σαν να ζωντάνευε μέσα του και ζέσταινε η πληγωμένη του καρδιά καθώς τον περιέγραφε. Παρακινούσε τους άλλους ανθρώπους να τον αναζητήσουν και να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους για να τον βρουν, σαν να ήταν το πολυτιμότερο μαργαριτάρι του κόσμου.
Κι άλλοι άκουγαν κι άλλοι δεν έδιναν σημασία. Όμως, αυτοί που τον πίστεψαν, έψαχναν μαζί του και αποφάσισαν ότι όποιος τον βρει, θα πάει ένα μήνυμα αγάπης στον κήπο. Θα μεταφέρει ότι ο αγαπημένος τους φίλος δεν ξέχασε ποτέ τον υπέροχο κήπο και ότι πάντα προσπαθεί να γυρίσει κοντά του, πάντα ψάχνει τον τρόπο να επιστρέψει και θα επιμείνει μέχρι να το καταφέρει. Ποτέ δε θα παρατήσει την προσπάθεια, γιατί πραγματικά μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του και την προδοσία του. Και ότι μιλάει για αυτόν σε πολλούς άλλους ανθρώπους και τους προσκαλεί όλους να επιστρέψουν μαζί του εκεί, για να είναι πραγματικά ευτυχισμένοι και να γεμίσουν κάποτε τον κήπο με χαρά και ενθουσιώδεις φωνές χαρούμενων παιδιών που θα αγαπάνε και θα φροντίζουν μαζί του τον κήπο. Τον κήπο… που είναι τόσο ξεχωριστός και προσφέρει τόσα όμορφα δώρα σε όσους τον αγαπάνε, τον κήπο, που έχει τόσες όμορφες γωνιές με αστραφτερά άνθη και κελαριστά νερά… κι όλα αυτά για να τα χαίρονται αυτοί που τον αγαπάνε.
Και όλοι όσοι αγάπησαν τον κήπο, από τότε ζούνε με αυτήν την επιθυμία, να επιστρέψουν εκεί που η χαρά και η αθωότητα ενώνονται και ο πόνος και η θλίψη δεν έχουν θέση. Και όλοι όσοι είναι ταγμένοι να πάνε εκεί, όταν φτάσουν, είναι αποφασισμένοι, αν ποτέ ο πόνος και η θλίψη πλησιάσουν κανέναν από τους κατοίκους του κήπου, να διώξουν και τους δύο με κλωτσιές και να τους απαγορέψουν ακόμα και να πλησιάσουν τους φίλους τους.
Με αυτήν τη ζωντανή ελπίδα στην καρδιά τους, συνεχίζουν να ψάχνουν τον δρόμο της επιστροφής, ζητώντας ακατάπαυστα την αγαπημένη χώρα, με τα πιο ωραία φρούτα και λαχανικά του κόσμου. Κι όποιος αποκάμει, στρέφει τα μάτια του στον ουρανό και στην άκρη του ματιού του, εκεί που μαζεύονται τα σύννεφα και κάνουν έναν μεγάλο κοίλο ουράνιο καθρέφτη, αντιφέγγει πάντα η μακρινή εικόνα του κήπου. Και όσοι κοιτάζουν αυτό το καθρέφτισμα, αγαλλιάζει η καρδιά τους και παίρνουν δύναμη να συνεχίσουν. Ώσπου κάποια μέρα, να τελειώσει ο δρόμος της αναζήτησης και να φανερωθεί ο δρόμος της επιστροφής. Κι όλοι μαζί αγαπημένοι, να αναπαυθούν στις σκιές των δέντρων και στις πηγές των βράχων του κήπου, που κι αυτός τους περιμένει με ανυπομονησία. Γιατί του έχει μιλήσει για αυτό ο ουρανός και προετοιμάζεται να τους υποδεχτεί, για να γιορτάσουν την επάνοδό τους για πάντα στην εύφορη γη του.
Ας είμαστε από εκείνους που έχουν αυτιά για να ακούσουν για τα θαυμάσια, που μας περιμένουν στον μοναδικό εκείνο Παραδείσιο κήπο που αφήσαμε κυνηγώντας το εφήμερο…
Με αυτήν τη ζωντανή ελπίδα στην καρδιά τους, συνεχίζουν να ψάχνουν τον δρόμο της επιστροφής, ζητώντας ακατάπαυστα την αγαπημένη χώρα, με τα πιο ωραία φρούτα και λαχανικά του κόσμου. Κι όποιος αποκάμει, στρέφει τα μάτια του στον ουρανό και στην άκρη του ματιού του, εκεί που μαζεύονται τα σύννεφα και κάνουν έναν μεγάλο κοίλο ουράνιο καθρέφτη, αντιφέγγει πάντα η μακρινή εικόνα του κήπου. Και όσοι κοιτάζουν αυτό το καθρέφτισμα, αγαλλιάζει η καρδιά τους και παίρνουν δύναμη να συνεχίσουν. Ώσπου κάποια μέρα, να τελειώσει ο δρόμος της αναζήτησης και να φανερωθεί ο δρόμος της επιστροφής. Κι όλοι μαζί αγαπημένοι, να αναπαυθούν στις σκιές των δέντρων και στις πηγές των βράχων του κήπου, που κι αυτός τους περιμένει με ανυπομονησία. Γιατί του έχει μιλήσει για αυτό ο ουρανός και προετοιμάζεται να τους υποδεχτεί, για να γιορτάσουν την επάνοδό τους για πάντα στην εύφορη γη του.
Ας είμαστε από εκείνους που έχουν αυτιά για να ακούσουν για τα θαυμάσια, που μας περιμένουν στον μοναδικό εκείνο Παραδείσιο κήπο που αφήσαμε κυνηγώντας το εφήμερο…
"Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω ..."