Η φιλτάτη, η άσπρη μας νεότης,
α η άσπρη μας, η κάτασπρη νεότης,
α η άσπρη μας, η κάτασπρη νεότης,
που είν’ απέραντη, κ’ είναι πολύ ολίγη,
σαν αρχαγγέλου άνω μας πτερά ανοίγει!...
Όλο εξαντλείται, όλο αγαπάει·
και λιώνει και λιγοθυμά εις τους ορίζοντας τους άσπρους.
A πάει εκεί και χάνεται εις τους ορίζοντας τους άσπρους,
για πάντα πάει.
Για πάντα, όχι. Θα ξαναγυρίσει,
θα επιστρέψει, θα ξαναγυρίσει.
Με τα λευκά της μέλη, την λευκή της χάρι,
θα έλθ’ η άσπρη μας νεότης να μας πάρει.
Με τα λευκά της χέρια θα μας πιάσει,
και μ’ ένα σάβανο λεπτό απ’ την ασπράδα της βγαλμένο,
με κάτασπρο ένα σάβανο απ’ την ασπράδα της βγαλμένο
θα μας σκεπάσει.