Ποιος ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης;
Γράφει ο Μιχάλης Στούκας
Ποιος ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης; -Ο διορισμός του στη θέση του Ύπατου Αρμοστή και οι ενέργειες που τον έκαναν αντιδημοφιλή- Άγνωστα περιστατικά με πρωταγωνιστή τον Στεργιάδη- Η φυγή του και η (αυτο)εξορία του στη Γαλλία.
Για τη μικρασιατική εκστρατεία-καταστροφή έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Σίγουρα υπάρχουν πρόσωπα και γεγονότα που μέχρι σήμερα δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς. Ανάμεσά τους… περίοπτη θέση κατέχει αναμφίβολα ο ύπατος της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης, ο οποίος κατάφερε, γιατί περί κατορθώματος πρόκειται, να στρέψει εναντίον του τους Έλληνες και τους άλλους Χριστιανούς της Ιωνίας, ενώ φαίνεται ότι η συμπεριφορά του απέναντι στους Μουσουλμάνους κάθε άλλο παρά εχθρική ήταν.
Εκτός από όλα τ’ άλλα κατάφερε να διχάσει και τους ιστορικούς, ορισμένοι από τους οποίους τον επικρίνουν σφοδρά και άλλοι τον επαινούν.
Στο σημερινό μας άρθρο θα παρουσιάσουμε εκτενώς την προσωπικότητα του Αριστείδη Στεργιάδη κυρίως μέσα από άγνωστα περιστατικά τα οποία δείχνουν τον χαρακτήρα του.
Ο Αριστείδης Στεργιάδης ως τον διορισμό του στη Σμύρνη
Μετά την ανάληψη της προεδρίας της ελληνικής κυβέρνησης από τον Βενιζέλο ο Στεργιάδης συνέχισε να συνεργάζεται μαζί του, συμμετέχοντας σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, οι οποίες κατάρτιζαν νομοσχέδια. Το 1917 διορίστηκε Γενικός Διοικητής Ηπείρου. Εκεί αναμφίβολα είχε να παρουσιάσει εξαιρετικό έργο. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες κυρίως λόγω των διεκδικήσεων των Ιταλών και των Αλβανών, αλλά και των ληστών ,που ταλάνιζαν με τη δράση τους την ακριτική περιοχή.Από την αρχή των διαπραγματεύσεων με την Αντάντ (Φεβρουάριος 1919) για την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε αποφασίσει να αναθέσει στον Στεργιάδη την πολιτική διοίκηση της περιοχής. Εκείνος όμως απαντούσε αρνητικά προφασιζόμενος λόγους υγείας. Πραγματικός λόγος της άρνησής του όμως ήταν η πεποίθησή του ότι η ελληνική επιχείρηση στη Μικρά Ασία με τις ‘’ευλογίες’’ των Συμμάχων επρόκειτο να εξελιχθεί σε πόλεμο εξόντωσης με την Τουρκία από τον οποίο η Ελλάδα θα έβγαινε βαρύτατα πληγωμένη. Τα αιματηρά γεγονότα όμως κατά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και οι πιέσεις του Βενιζέλου από το Παρίσι έκαναν τον Στεργιάδη ν’ αλλάξει γνώμη και να μεταβεί τελικά στη Σμύρνη (19 Μαΐου 1919). Η απόφαση Βενιζέλου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο Κόμμα του (των Φιλελευθέρων), καθώς δινόταν ένα τόσο σημαντικό αξίωμα σε κάποιον που δεν ήταν υψηλό κομματικό στέλεχος. Ωστόσο, με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Στεργιάδης έγινε ευμενώς δεκτός τόσο από τον Τύπο όσο κι από την κοινή γνώμη. Οι εντολές του Βενιζέλου ήταν ξεκάθαρες: όλοι έπρεπε να υπακούν στις οδηγίες και τις διαταγές του Στεργιάδη. Ο Υπουργός Εξωτερικών Διομήδης τον σύστηνε με τα καλύτερα λόγια στους αντιπροσώπους των Συμμάχων. Οι ανταποκριτές των ξένων εφημερίδων εκφράζονταν με θετικά σχόλια για την αμεροληψία του Έλληνα Ύπατου Αρμοστή.
Σταδιακά όμως τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Ο Στεργιάδης έδειξε ότι ήταν αποφασισμένος να διοικήσει χωρίς παρεμβάσεις από την Αθήνα ή τη Σμυρνέικη Δημογεροντία. Η συμπεριφορά του προς τους κληρικούς, όπως τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ήταν σκαιά και απαράδεκτη χωρίς ίχνος σεβασμού. Στην πρόσοψη του κτιρίου της Ύπατης Αρμοστείας κυμάτιζαν ταυτόχρονα η ελληνική αλλά και η τουρκική σημαία. Διατήρησε Τούρκους υπαλλήλους σε κατώτερες διοικητικές θέσεις υπάγοντάς τους στον διοικητικό μηχανισμό της ελληνικής Ύπατης Αρμοστείας, σε ένα από τα 14 τμήματα της οποίας, στο τμήμα μουσουλμανικών υποθέσεων, τοποθέτησε Μουσουλμάνο επικεφαλής, τον Τουρκοκρητικό, προσωπικό φίλο του Ε. Βενιζέλου Αλή Ναΐπ Ζαδέ, άλλοτε νομάρχη Δράμας και Καβάλας.
Σύντομα ο Στεργιάδης ήρθε σε ρήξη και με τον αρχηγό του Στρατού Παρασκευόπουλο, ο οποίος αδυνατούσε να κατανοήσει την πολιτική της λήθης και της συμπάθειας προς τους Τούρκους. Σταδιακά όσοι βρέθηκαν απέναντι στον Στεργιάδη άρχισαν να ζητούν την αντικατάστασή του. Οι Ρέπουλης και Διομήδης μετά από προτροπή του Αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου ενημέρωσαν τον Βενιζέλο για την αδυναμία του Στεργιάδη να εκτελέσει τα καθήκοντά του ,σύμφωνα βέβαια με την άποψή τους. Η απάντηση του Βενιζέλου έδειχνε την απεριόριστη εμπιστοσύνη του προς τον Ύπατο Αρμοστή και έκλεινε ως εξής:
‘’Παρακαλώ να με πιστεύσητε ότι καν δι 24 μόνον ώρας αφήναμε να επικρατήσουν πολιτικαί αντιλήψεις των στρατιωτικών μας θα είμεθα χαμένοι’’.
Καθοριστικής σημασίας ήταν η παραμονή του Στεργιάδη στη θέση του μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Κατηγορήθηκε ότι ξέχασε και πρόδωσε τον Βενιζέλο σε μια νύχτα. Ήταν όμως ο ίδιος ο Βενιζέλος που τον εκλιπαρούσε να παραμείνει στη Σμύρνη, εφόσον βέβαια του το ζητούσαν και οι φιλοβασιλικοί που ανέλαβαν την εξουσία.Και η στάση αυτή του Στεργιάδη όπως αναφέραμε, έγινε αντικείμενο κριτικής και θεωρήθηκε σαν προδοσία και υποταγή στο νέο καθεστώς. Σύντομα και η νέα πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα στη συνεργασία της με τον ύπατο, συγκρούστηκε μαζί του. Χαρακτηριστική ήταν η κρίση που δημιουργήθηκε όταν ο νέος Υπουργός Εσωτερικών, διέταξε την αντικατάσταση του Διευθυντή της Αστυνομίας που υπηρετούσε κοντά στον Στεργιάδη από την εποχή που αυτός ήταν Γενικός Διοικητής Ηπείρου. Με έντονο τηλεγράφημά του προς τον πρωθυπουργό Δ. Ράλλη, ο Στεργιάδης τόνιζε ότι αν επρόκειτο να παραμείνει στη θέση του, δεν είχε σκοπό να δεχτεί καμία αλλαγή στα πρόσωπα των συνεργατών του με βάση στενά κομματικά κριτήρια.
Στο μεταξύ, με την αναχώρηση του Βενιζέλου με την Ελλάδα, οι επαφές των δύο ανδρών αραίωσαν. Αντίθετα, ο Στεργιάδης προσπαθεί να υλοποιήσει το όραμά του για ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων με αμερόληπτη διοίκηση. Οι συνθήκες στο μεταξύ όλο και δυσκολεύουν. Το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα έχει πλέον φανερά την υποστήριξη των Ιταλών, των Γάλλων και του νέου σοβιετικού καθεστώτος ενώ η χώρα μας μετά τις εκλογές και το δημοψήφισμα του 1920 απομονώθηκε διεθνώς.
Βλέποντας την κατάσταση να δυσκολεύει, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας πρότειναν τη δημιουργία της Μικρασιατικής Άμυνας, ενός αυτονομιστικού κινήματος και ζήτησαν από τον Στεργιάδη να ηγηθεί του κινήματος αυτού. Εκείνος όμως αρνήθηκε και έμοιαζε να συμφωνεί με την «πολιτική της εκκένωσης της Ιωνίας», του Γούναρη.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ακόμα και η φιλοβενιζελική εφημερίδα «Εμπρός», να κατηγορεί τον Στεργιάδη ότι αντίθετα με τις προβλέψεις, εκπλήσσοντας και απογοητεύοντας όλους εκείνους που πίστευαν στην ωριμότητα και την ευρύτητα «των εθνικών και πολιτικών του οριζόντων και πολλάς ελπίδας εστήριζαν κατά τας σκληράς ταύτας στιγμάς επί τον χαρακτήρα του και το ψυχικόν του σθένος, είναι απολύτως σύμφωνος με την πολιτικήν του κ. Γούναρη – την πολιτικήν της εκκενώσεως και εγκαταλείψεως της Μικράς Ασίας».
Νωρίτερα, ο Στεργιάδης είχε αρνηθεί την ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στη συνέχεια του προτάθηκε να γίνει Υπουργός Εξωτερικών, ακόμα και πρωθυπουργός της Ελλάδας (!). Εκείνος όμως αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν έχει πολιτικές βλέψεις.
Ο Στεργιάδης και η μικρασιατική καταστροφή
Στις 17 Αυγούστου 1922, με τηλεγράφημα του στον Δ. Γούναρη, ο Στεργιάδης ζητούσε να σταλούν πλοία στη Σμύρνη.
«Αποστείλατε τάχιστα πλοία προς παραλαβήν Στρατού μετά υλικού πολέμου και του πληθυσμού».
Ο Δ. Γούναρης απάντησε; «Αποφύγετε δημιουργία προσφυγικού ζητήματος»
Ενημέρωσε τον Γεώργιο Παπανδρέου που είχε μεταβεί στη Σμύρνη ως εκπρόσωπος του Κόμματος των Φιλελευθέρων για την επερχόμενη καταστροφή και όταν εκείνος τον ρώτησε: “Γιατί δεν ειδοποιείτε τον κόσμο να φύγει;» ο Στεργιάδης έδωσε την εξής απάντηση:
«Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα». (Γρηγόριος Δαφνής, «Η Ελλάς Μεταξύ Δύο Πολέμων»)
Ο Στεργιάδης ήταν ο τελευταίος Έλληνας επίσημος που έφυγε από τη Σμύρνη. Έχει γραφτεί ότι στην προκυμαία περίμεναν πλήθη για να τον λιντσάρουν και ότι επιβιβάστηκε στη βρετανική ναυαρχίδα «Σιδηρός Δουξ», με την προστασία ενόπλων. Πήρε μαζί του, το προσωπικό του αρχείο, ίσως και κάποια έγγραφα από το αρχείο της Αρμοστείας. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Πήγε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Νίκαια, όπου και έζησε ως τον θάνατό του (23 Ιουνίου 1949).
Για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ο Στεργιάδης ήταν προδότης. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι αν ερχόταν στην Ελλάδα, θα είχε ανάλογη τύχη με τους έξι στο Γουδή. Αν και ήταν ευκατάστατος, δεν θα μπορούσε να ζήσει για 27 χρόνια στη Γαλλία, χωρίς να έχει κάποια εισοδήματα. Έχει γραφτεί ότι του έστελναν χρήματα ο Ν. Πλαστήρας και κάποιος ανιψιός του. Άλλοι υποστηρίζουν ότι τον συντηρούσε η γαλλική και άλλοι η αγγλική κυβέρνηση. Ο Γ. Κορδάτος έγραψε μάλιστα ότι ο Στεργιάδης ήταν πράκτορας της Intelligence Service (μυστικής υπηρεσίας της Μ. Βρετανίας).
Για το γεγονός ότι δεν ήρθε στην Ελλάδα μετά το 1922, υπάρχει η άποψη ότι, τυπικά, ήταν δικαιολογημένος γιατί ο διορισμός του στη θέση του Ύπατου Αρμοστή έγινε από ξένες δυνάμεις. Διορισμός του και σύσταση της Ύπατη Αρμοστείας δεν έχουν δημοσιευθεί στην ελληνική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αντίθετα, δημοσιεύθηκε η κατάργησή της, πιθανότατα για να ρυθμιστούν διοικητικά θέματα που είχαν προκύψει και να τακτοποιηθούν νομικά οι αποσπασμένοι Έλληνες υπάλληλοι.
Ο Δημοσθένης Κούκουνας (περιοδικό Λαβύρινθος, τ. 41, Νοέμβριος 2006, σελ.11), γράφει ότι υπάρχουν πάμπολλες «ενδείξεις» ότι η Μεγάλη Ιδέα, υπήρξε αποτέλεσμα συνωμοσίας σε βάρος του ελληνισμού.
«Κλειδί για την κατανόηση αυτής της εκδοχής» δεν ήταν «αυτός καθεαυτός» ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά δύο «δευτερότερα πρόσωπα»: ο Αριστείδης Στεργιάδης και ο Άγγλος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού Τάλμποτ «οι οποίοι εκ των παρασκηνίων είχαν πράγματι μια απίστευτη δύναμη που την εφάρμοζαν ανελέητα αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε οποιοδήποτε επίπεδο: εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό».
Κοινός παρονομαστής των ενεργειών τους ήταν «η προσήλωσή τους στον άξονα της μυστικής βρετανικής πολιτικής και στα υποκρυπτόμενα πίσω απ’ αυτήν τεράστια οικονομικά συμφέροντα μιας ομάδας Άγγλων κεφαλαιούχων (Χάμπρο και Σία) οι οποίοι διαχρονικά από την εποχή που η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της είχαν επιτύχει να μονοπωλούν την οικονομική επιρροή τους μέσα από αλλεπάλληλα δάνεια και επαναληπτικούς ανατοκισμούς.
Ο Στεργιάδης όσο ζούσε στη Γαλλία, έδωσε μόνο δύο συνεντεύξεις. Μια στον Κ. Ουράνη (επρόκειτο ουσιαστικά για μια συνομιλία που είχαν οι δύο τους) και μία, εκτενή, στον Α. Αποστολόπουλο. Οι μόνοι που τον επισκέφθηκαν ήταν οι Ν. Πλαστήρας και Ν. Καζαντζάκης.
Τα «θετικά» της Αρμοστείας Στεργιάδη
Ακόμα και όσοι κατακρίνουν τον Στεργιάδη, αναγνωρίζουν ότι ήταν εξαιρετικός νομικός και ότι είχε διοικητικές ικανότητες. Μάλιστα, γνώριζε και το οθωμανικό Δίκαιο. Μιλούσε άπταιστα γαλλικά και τουρκικά. Στις αρχές της θητείας του, φρόντισε για την υποδοχή, περίθαλψη και αποκατάσταση των 250.000 Μικρασιατών προσφύγων που επέστρεψαν από την Ελλάδα, όπου είχαν καταφύγει μετά τους διωγμούς της περιόδου 1914-1918.
Χορήγησε δάνεια στους επαναπατριζόμενους αγρότες και προώθησε νέες πρότυπες μηχανοκαλλιέργειες. Ξεκίνησε μια σειρά από δημόσια έργα οδοποιίας, στα οποία απασχολούνταν άνεργοι πρόσφυγες, δημιούργησε ένα πρωτοποριακό σύστημα δημόσιας υγείας, με δωρεάν περίθαλψη όλων των κατοίκων, ανεξάρτητα από εθνικότητα ή θρήσκευμα.
Επίσης, οργάνωσε ένα εντελώς εκσυγχρονισμένο εργαστήριο μικροβιολογίας και φαρμακολογίας. Αυτό ήταν και το μόνο τμήμα του περίφημου Ιωνικού Πανεπιστημίου Σμύρνης που πρόλαβε να λειτουργήσει πριν την καταστροφή και το οποίο είχε σχεδιαστεί και οργανωθεί από κορυφαίους επιστήμονες (ανάμεσά τους και ο Κ. Καραθεοδωρής), με βάση τα καλύτερα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Άγνωστα γεγονότα από την παρουσία Στεργιάδη στη Σμύρνη
Ο Αριστείδης Στεργιάδης, ήταν ψηλός και πλησίαζε τα 60 όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του στη Σμύρνη.
Απεχθανόταν τις φωτογραφίες και τα πορτρέτα.
Κάποτε μάλιστα, έδιωξε… κλοτσηδόν από το γραφείο του τον ζωγράφο Ρωνά που τόλμησε να του ζητήσει να ποζάρει.
Στη Σμύρνη ο Στεργιάδης, έφερε μαζί του από την Ήπειρο και ένα μαστίγιο, βούνευρο το έλεγε ο ίδιος όχι ως ενθύμιο ή διακοσμητικό. Το χρησιμοποίησε πολλές φορές επί δικαίων και αδίκων. Όταν αργότερα συνερχόταν, αναγνώριζε το λάθος που είχε κάνει και ζητούσε συγγνώμη.
Έκδηλη ήταν η αντιπάθειά του προς τον Κλήρο. Όπως έλεγε ο ίδιος, όταν ήταν διοικητής στην Ήπειρο, οι ηγούμενοι μονών και οι κληρικοί που πήγαιναν να τον επισκεφθούν στο γραφείο του, τύλιγαν κάτω από τα ράσα τους διπλές και τρίδιπλες προβιές, γιατί φοβούνταν ότι δεν θα φύγουν χωρίς να τους… μαστιγώσει ο Στεργιάδης.
Ο Δ. Φωτιάδης, γράφει ότι ο Βενιζέλος: «Χειρότερη εκλογή δεν μπορούσε να κάνει. Κανείς Μικρασιάτης ούτε τον συγχώρεσε ούτε και θα τον συγχωρήσει ποτέ. Σατράπης, πράκτορας των Άγγλων (ενν. ο Στεργιάδης), θρασύδειλος κι ακαταλόγιστος».
Ο Ηλίας Βενέζης γράφει ότι: «όπως προκύπτει από τις πράξεις του, απ’ τις αφηγήσεις όσων τον γνώρισαν και τον υποστήκανε, απ’ τη μελέτη των αντιδράσεών του ήταν μια προσωπικότητα ανώμαλη. Μοναχικός, άφιλος, στεγνός, χωρίς καρδιά, γεμάτος εγωισμό και αυταρχικότητα, χωρίς τη ζεστασιά μιας γυναίκας, ενός παιδιού, περιχαρακωμένος σ’ ένα μόνο πάθος: να μη ξεφύγει ποτέ από τις εντολές που είχε να εκτελέσει, να κάνει τυφλά αυτό που του είπαν…».
Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι, γράφει ότι «οι ικανότητες του Στεργιάδη ήταν πολύτιμες για έναν δικτάτορα, ιδιαίτερα όταν οι συνθήκες του επιβάλλουν να αναλαμβάνει, περιοδικά, τον ρόλο του ληστή ο ίδιος».
Έντονη ήταν η απέχθειά του προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Πολλές φορές τον ταπείνωσε και τον εξευτέλισε. Κάποτε τον κατηγόρησε ότι καταχράστηκε ένα χρηματικό ποσό. Όταν αντιλήφθηκε το λάθος του, έκανε δώρο στον Χρυσόστομο (ο οποίος το δέχτηκε με… χίλια ζόρια), ένα πανάκριβο, ολοκαίνουργιο, ιταλικό αυτοκίνητο! Παπά «ανέβαζε και κατέβαζε» τον Χρυσόστομο. Βέβαια αυτός ο «παπάς», λιντσαρίστηκε και θανατώθηκε από τον τουρκικό όχλο το 1922, ενώ ο Στεργιάδης, έστω και (αυτό)εξόριστος (;) έζησε στη Γαλλία άλλα 27 χρόνια…
Λίγο μετά την άφιξή του στη Σμύρνη, οι υπάλληλοι της Τράπεζας Ανατολής (γνωστής από τα περιβόητα ομόλογα του Αρτέμη Σώρρα…), κατέβηκαν σε απεργία, ζητώντας αύξηση των μισθών τους. Έξαλλος ο Στεργιάδης, αφού τους είπε ότι για 400 χρόνια δεν απεργούσαν, διέταξε να τους συλλάβουν και να τους διαπομπεύσουν στην παραλία της Σμύρνης, με τη συνοδεία χωροφυλάκων! Επρόκειτο για πρωτοφανή ενέργεια, που προκάλεσε αλγεινή εντύπωση.
Ο Στρατηγός Δ. Ιωάννου, βρισκόταν στη Μαγνησία (της Μ. Ασίας) και συγκεκριμένα κοντά στις Σάρδεις. Πήρε μήνυμα από τη Στρατιά της Μ. Ασίας, να παρουσιαστεί στον Ύπατο Αρμοστή, γιατί κατάσχεσε το μεγάλο ποίμνιο ενός τσέτη (άτακτου Τούρκου πολεμιστή)! Ο Στεργιάδης απειλούσε Θεούς και δαίμονες, αναμένοντας τον Ιωάννου. «Μόλις παρουσιαστεί, έχω να τον κάμω το λιγότερο… κιμά», έλεγε. Κάποια στιγμή, έφτασε στο γραφείο του ο Στρατηγός.
Τον κοίταζε ήρεμα, χτυπώντας (κι αυτός) ένα μαστίγιο στην μπότα του. Ο θρασύδειλος Στεργιάδης στην ερώτηση του Στρατηγού, σε έντονο ύφος: «Θα ήθελα να μάθω τι με θέλετε», σηκώθηκε, τον χαιρέτησε και του είπε: «Απλούστατα, Στρατηγέ μου, ήθελα απλώς να γνωρίσω τον… νικητή του Σκρά!».
Ο έμπιστος του Στεργιάδη, Γενικός Γραμματέας της Ύπατης Αρμοστείας στη Σμύρνη, Πέτρος Γουναράκης αναφέρει τα εξής (σε επιστολή του στην «Εστία» το 1968):
«Τας τραγικάς εκείνας ημέρας, κουμμουνισταί περί την τότε κουμμουνιστικήν εφημερίδαν «Ριζοσπάστης» απεβιβάσθησαν εις Σμύρνην και άρχισαν κουμμουνιστικήν προπαγάνδαν μεταξύ του πληθυσμού και του στρατού. Το γεγονός τούτο, εις πάντας γνωστόν, ιστορικώς αποδεδειγμένον και μη αμφισβητηθέν ουδέ από τους ίδιους κουμμουνιστάς.
Ο Στεργιάδης εν συνεννοήσει μετά των στρατιωτικών αρχών, διέταξε την σύλληψιν όλων αυτών και τους έστειλε δια του πρώτου ατμοπλοίου εις τον Πειραιάν, ειπών εις αυτούς ότι την κουμμουνιστικήν των προπαγάνδαν ηδύνατο να την κάμουν εις την Ελλάδα και όχι εις το μέτωπον, μέτωπον δε ήτο τότε η Σμύρνη».
Δεκάδες είναι ακόμα το περιστατικά με τον Στεργιάδη, που αναφέρει ο Βασίλης Τζανακάρης στο βιβλίο του «ΣΜΥΡΝΗ: 1919-1922» και ίσως αναφερθούμε σε αυτά στο μέλλον.
Τα… επίθετα με τα οποία… στολίστηκε κατά καιρούς ο Στεργιάδης, είναι απίστευτα: εντελής, αυλόδουλος, άξεστος, ανισόρροπος, αυταρχικός, αλλόφρων, δράκος, δειλός, εγωιστής, νευρωτικός, τύραννος, τουρκόφιλος, θρασύδειλος, εγωιστής, μισάνθρωπος κ.ά.
Δεν λείπουν και χαρακτηρισμοί όπως: «βρομερή πληγή της Σμύρνης», «Ηρόστρατος και Βάγιας του 1922», «κράμα τρέλας», «κακοποιό πνεύμα», «μαύρη κατάρα», «μοιραίος άνθρωπος», «κατάρα του Γένους», «ωμός σατράπης», κ.ά. Θα κλείσουμε αυτό το άρθρο, με κάτι που έχουμε ξαναγράψει. Πρόκειται για ανταπόκριση από τη Μικρά Ασία του νεαρού τότε, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, προς την εφημερίδα «Toronto Star» (3/11/1922):
«Οι Έλληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ (ο Wittal ήταν λοχαγός του Ινδικού Ιππικού, παρατηρητής στην Ανατολία). Πιστεύει (ο Γουίταλ), ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί. Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ’ αυτούς, είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια τουφεκιά. Αυτό είχε αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».
Βασικές πηγές: ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΤΖΑΝΑΚΑΡΗΣ, «ΣΜΥΡΝΗ 1919-1922, Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσόστομου, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018.
Βικτώρια Σολωμονίδου, «Βενιζέλος-Στεργιάδης, Μύθος και Πραγματικότητα», στο συλλογικό «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ», Εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, 1989
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΤΟΜΟΣ 9, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
Πηγή: Πρώτο Θέμα