«Ένας θεμελιακός μηχανισμός της ψυχολογικής μας εξέλιξης είναι να αποστρεφόμαστε σε ορισμένο βαθμό κάποιο πράγμα, που ποθούμε, με τον σκοπό να το βρούμε πιο εύκολα αλλού. Από ψυχική άποψη, κανένας μας δε θα είχε ποτέ μεγαλώσει, αν δεν είχαμε νιώσει μια κάποια δυσαρέσκεια για το γάλα της μητέρας μας, για τα στήθη της ή για τα μπιμπερό μας. Καθώς αποστρεφόμαστε αυτά τα πράγματα και καθώς μεταστρέφουμε τους σκοπούς μας σε άλλες κατευθύνσεις, οι ανάγκες που προέρχονται από την πείνα και τη γενετήσια ευχαρίστηση, αποκόβονται από τη μητέρα. Σιγά- σιγά βρίσκουμε αλλού την τροφή που αναζητούμε και για το σώμα και για την ευχαρίστηση να τρώμε και να πίνουμε, παράλληλα, η ερωτική ευχαρίστηση, που φεύγει από το στήθος ξαναβρίσκεται αλλού.
Ασυνείδητα, σε όλη τη ζωή, αναζητούμε όλοι την ερωτική ευχαρίστηση: ικανοποίηση των γενετήσιων επιθυμιών του σώματος, οι πιο πολλοί από μας την πετυχαίνουμε συνειδητά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η γενετήσια ευχαρίστηση του ενήλικου είναι ο πιο εξελιγμένος τρόπος των ικανοποιήσεων παρόμοιας φύσης, που πετυχαίνουμε πιο νωρίς στη ζωή με διαφορετικά μέσα. Για παράδειγμα, ταυτόχρονα με τη λήψη της τροφής, που έχει ανάγκη, το μωρό στο στήθος νιώθει μια αισθησιακή ευχαρίστηση, καθώς ρουφάει τη ρόγα του στήθους. Για αυτό η ψυχανάλυση χαρακτηρίζει ‘σεξουαλικές’ όλες αυτές τις μορφές εξέλιξης της γενετήσιας ευχαρίστησης, πράγματι, όλα συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας τελικής σεξουαλικής στάσης και ορισμένες από αυτές τις μορφές (όπως ο θηλασμός ή ο θηλασμός, που μετατρέπεται σε φιλί) μπορούν και να συνεχίσουν να παίζουν άμεσο ρόλο στην ενήλικη γενετήσια δραστηριότητα.
Όλοι περνάμε από τον μηχανισμό αυτό, είτε σαν κοριτσάκια, που αναζητούμε (και τελικά το βρίσκουμε σαν γυναίκες) κάποιο πράγμα στο άλλο φύλο, που να μοιάζει με το στήθος και τη ρόγα αλλά που είναι καλύτερο, διότι δίνοντας και παίρνοντας ευχαρίστηση δημιουργούμε ζωή κι ευχαρίστηση, που τη δίνουμε στον άλλο με το μέσο εκείνο, που αρχικά το αναζητούσαμε μόνο για την άμεση ευχαρίστηση, ή, σαν αγοράκια, η δυσαρέσκεια προς τη μητέρα μας μας απομακρύνει από αυτήν και μας οδηγεί αν τη χωρίσουμε, θα λέγαμε, στα δύο, να την ξεχωρίζουμε από το βυζί της, από τη λειτουργία της να δίνει το γάλα. Το αγοράκι βρίσκεται γρήγορα στο σώμα του το όργανο, που μοιάζει με το στήθος και που παράγει υγρά, το κρατάει για να το χρησιμοποιεί, για να δημιουργήσει ζωή και να δώσει ευχαρίστηση, το υπόλοιπο της μητέρας του, το σώμα της, το αγαπητό της πρόσωπο, τα χέρια που το αγκαλιάζουν, τα γυρεύει πάλι αλλού. Κι έτσι ακριβώς, καθώς ξεμακραίνουμε από τη μάνα μας, μέσα από διαφορετικά μονοπάτια, γινόμαστε τελικά ενήλικοι άντρες και γυναίκες. Στην ομαλή κατάσταση αυτή η πορεία της απόσπασης από τη μητέρα είναι αργή και βαθμιαία, αλλά η υποκατάσταση της μητέρας και του στήθους της μπορεί να γίνει, ακόμα και σε μωρά, με τρόπο απότομο και παθολογικό. Δηλαδή, μπορεί να συμβεί μια απόρριψη της μητέρας πολύ πιο άμεση και γεμάτη απελπισία, καθώς κι ένα αποτράβηγμα και μια υποτίμηση, που μπορούν να έχουν μακρόχρονες συνέπειες και να προκαλέσουν απόρριψη των πιο αγαπητών και των πιο επιθυμητών πραγμάτων.
Σε ορισμένα άτομα, αυτή η υποτίμηση μπορεί να έχει τη ρίζα της στην έλλειψη πίστης και εμπιστοσύνης σε κάθε τι καλό και τα οδηγεί να δυσπιστούν σε ότι βρίσκουν καλό και να αποφεύγουν τα καλά πράγματα. Εξάλλου, η απογοήτευση και ένα πνεύμα εκδίκησης σπρώχνουν τα άτομα αυτά να πληγώσουν και να καταστρέψουν αυτά τα πράγματα, διότι μπορεί το μίσος και η επιθυμία εκδίκησης να συνοδεύουν το γεγονός της απομάκρυνσης από ένα πράγμα, που το ποθούσαν ζωηρά. Ασφαλώς, ορισμένα άτομα, όπως ορισμένες αξιαγάπητες γεροντοκόρες ή γεροντοπαλίκαρα, μέσα στην αποστροφή τους για τις πολύ στενές επαφές, εκφορτίζουν με αξιοθαύμαστο τρόπο αυτό το στοιχείο του μίσους. Αντίθετα, στο άτομο που υποφέρει, στο άτομο που είναι απομονωμένο, παρατηρούμε ότι κάποια δυσαρέσκεια προς την πηγή της ζωής έχει δηλητηριάσει την ίδια του τη ζωή, τη στιγμή που είχε κάνει αυτή την απομάκρυνση, η μνησίκακη απογοήτευσή του εκτονώνεται συχνά στις κάποιες σχέσεις, που είναι αναγκασμένο να διατηρεί, αναπόφευκτα, με τον υπόλοιπο κόσμο» (σελ. 34-36).
Klein, M. & Riviere, J. (2008). Η αγάπη και το μίσος. Η ανάγκη της επανόρθωσης. Αθήνα: Κονιδάρη.
Αναρτήθηκε από Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια, MSc
Πηγή: timesnews.gr