"Η μικρή ρωγμή"
Κάποτε ήταν ένας Σουλτάνος, που έχτισε ένα παλάτι στην καρδιά της ερήμου.
Έφερε εργάτες και όλα τα αναγκαία υλικά ξοδεύοντας 100.000 δηνάρια. Το παλάτι ήταν υπέροχο με χρυσούς και αργυρούς τρούλους και πυργίσκους, με καταπράσινους κήπους και σιντριβάνια, καρποφόρα δέντρα και πουλιά. Τα δωμάτια μέσα επίσης ήταν επιπλωμένα και διακοσμημένα με μεγάλη χλιδή αλλά και καλό γούστο.
Όταν ήταν τελειωμένο πια κάλεσε τους βεζίρηδές του, τους άρχοντες και τους μεγιστάνες του για τα εγκαίνια. Ήρθαν όλοι φέρνοντας δώρα για τη γιορτή. Ο Σουλτάνος, αφού τους ξενάγησε παντού δείχνοντας όλες τις ομορφιές του παλατιού του, τους έβαλε να καθίσουν μαζί του σε μια αίθουσα για να φάνε και να πιούνε. Τους ρώτησε όλους να πούνε τη γνώμη τους -κατά πόσο υπήρχε κάποια λεπτομέρεια, κάποια παράλειψη που να χρειαζόταν διόρθωση. Όλοι μίλησαν με εγκωμιαστικά λόγια και κανείς δεν ανέφερε κανένα ελάττωμα, κανένα ψεγάδι.
Μόνο ένας γέροντας ιερωμένος δεν έλεγε τίποτα ωσότου τελικά ο Σουλτάνος τον πίεσε και αυτόν να μιλήσει. «Σουλτάνε μου», του είπε με σεβασμό, «χίλια να 'ναι τα χρόνια σου για κάθε μέρα μου, όμως υπάρχει ένα μικρό ελάττωμα, μια μικρή ρωγμή, στο οικοδόμημά σου. Αν δεν υπήρχε αυτή η ρωγμή το παλάτι σου θα ήταν ανώτερο και από τον παράδεισο.»
«Δε βλέπω καμιά ρωγμή, καμιά παράλειψη!», είπε οργισμένος ο Σουλτάνος. «Εσύ δεν ξέρεις τίποτα από αρχιτεκτονική και προσπαθείς τώρα να κάνεις επίδειξη με ανοησίες.»
«Έχεις δίκιο, πολυχρονεμένε μου! Εγώ δεν ξέρω τίποτα από αρχιτεκτονική, μα η ρωγμή υπάρχει. Όλοι την έχουν αμελήσει και κανείς δεν μπορεί να τη διορθώσει. Δεν τη βλέπετε λόγω της αλαζονείας σας. Μιλώ για τη ρωγμή μέσα από την οποία έρχεται ο Αζραέλ, ο άγγελος του Θανάτου, ω Σουλτάνε μας! Τι γίνεται όταν έρθει εκείνος; Ποιος θα τον σταματήσει; Δεν υπάρχει καμιά τέχνη που να κάνει άφθαρτο το φθαρτό, ούτε πλούτος που να φράξει τη ρωγμή εκείνη. Γι αυτό Σουλτάνε μου μη στηρίζεις την ευτυχία σου σε αυτά τα πράγματα και μην αφήνεις την υπερηφάνεια να σε τυφλώνει.»