«Τ’όνειρόν μου»
Σὲδυὸμεγάλαις κάμαραις
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…
Ἡμία ἦτο ἀπ'αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸβαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ'σ'αὐτὴ
ξεράθηκ'ἀπ'τὰγέλοια.
Σὲμιὰβαρέλ'ἀνάσκελα
δυὸγέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!
Καὶ'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ'οἱδύο,
ὁἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁἄλλος «ἔ! νὰπίω!!»
Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰκοιμᾶσθε!!
ποιοὶεἶσθε; ὁΧριστόπουλος
κι'ὁἈνακρέων θἆσθε!
Μένουν ξεροὶκι'ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸκακό τους,
γιατί νὰλὲν'τόσα καλὰ
γιὰτὸπαλῃόκρασό τους.
Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲκρασὶδὲν πίνω,
καὶὅπως τόρα εἶν'αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰγίνω.
Ἀφοῦκαὶτὰκορίτσ'αὐτὰ
ποῦτόσῳἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶγιὰσυντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!
Ἐνῷκἀμπόσοι σἂν κι'ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰἔλθουν νὰτοὺς κάνουν!!
Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸκορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰχέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,
τὶμπακλαβᾶ, τὶσαβαρέν,
τὶτοῦρταις, τὶσυνέχι,
τὶκαταΐφι, ῥεβανί…
καὶποιὸγλυκὸδὲν ἔχει!!!
Μοῦλέγ'ἡμία «ἄκουσε
αὐτὰποῦθὰσοῦποῦμε,
γιατὶμᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι'αὐτὸσὲἀγαποῦμε».
«Ἀπ'ὅλα τὰγλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι'ἀπ'ὅλα τὰκορίτσ'αὐτά,
ποιὰθέλῃς νὰφιλήσῃς;»
Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸζητήσω,
γλυκὸθὰἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι'ἀπ'ὅλαις νὰφιλήσω…
Κάνω νὰπιάσω τὴμικρή,
μοῦφεύγει κ'ἡμεγάλη,
κάνω νὰπιάσω τοῦτ'ἐδῶ,
μοῦφεύγει καὶἡἄλλη…
Κάνω νὰπιάσω τὴν παχειά,
μοῦφεύγει κ'ἡλυχνοῦλα,
νὰπιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦφεύγει κ'ἡξανθούλα!!!
Σἃν εἶδα μιὰμὲκαστανὰ
μαλλιά, μὲ'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ'ἡκαρδοῡλά μου
νὰγίνῃδυὸκομμάτια!
Χύνομαι καταπάνω της,
καὶστὴ'στιγμὴὁκαϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…
Τὶβλέπω!! Τὴγατοῡλά μου
τὴμαύρη, ποῡκοντά μου
'κοιμώτανε καὶμοὔτανε
ἡμόνη συντροφιά μου,
τὴν εἶχα πιάσ'ἀπ'τὸλαιμό,
καὶ'φώναζ'ἡκαϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ'ἦσαν κοιμισμένοι!
Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖκοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.
Ὡς καὶ'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸπαστίτσια!!
Ὑπομονή! κἀμμιὰφορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦφεύγουν!
Ἄχ! καστανὴἀγάπη μου,
'στὰξύπνα μ'ἂν σὲπιάσω,
ἂν σὲἀφήσ'ἀφίλητη,
σἂν τὸκουκὶνὰσκάσω!
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…
Ἡμία ἦτο ἀπ'αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸβαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ'σ'αὐτὴ
ξεράθηκ'ἀπ'τὰγέλοια.
Σὲμιὰβαρέλ'ἀνάσκελα
δυὸγέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!
Καὶ'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ'οἱδύο,
ὁἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁἄλλος «ἔ! νὰπίω!!»
Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰκοιμᾶσθε!!
ποιοὶεἶσθε; ὁΧριστόπουλος
κι'ὁἈνακρέων θἆσθε!
Μένουν ξεροὶκι'ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸκακό τους,
γιατί νὰλὲν'τόσα καλὰ
γιὰτὸπαλῃόκρασό τους.
Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲκρασὶδὲν πίνω,
καὶὅπως τόρα εἶν'αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰγίνω.
Ἀφοῦκαὶτὰκορίτσ'αὐτὰ
ποῦτόσῳἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶγιὰσυντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!
Ἐνῷκἀμπόσοι σἂν κι'ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰἔλθουν νὰτοὺς κάνουν!!
Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸκορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰχέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,
τὶμπακλαβᾶ, τὶσαβαρέν,
τὶτοῦρταις, τὶσυνέχι,
τὶκαταΐφι, ῥεβανί…
καὶποιὸγλυκὸδὲν ἔχει!!!
Μοῦλέγ'ἡμία «ἄκουσε
αὐτὰποῦθὰσοῦποῦμε,
γιατὶμᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι'αὐτὸσὲἀγαποῦμε».
«Ἀπ'ὅλα τὰγλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι'ἀπ'ὅλα τὰκορίτσ'αὐτά,
ποιὰθέλῃς νὰφιλήσῃς;»
Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸζητήσω,
γλυκὸθὰἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι'ἀπ'ὅλαις νὰφιλήσω…
Κάνω νὰπιάσω τὴμικρή,
μοῦφεύγει κ'ἡμεγάλη,
κάνω νὰπιάσω τοῦτ'ἐδῶ,
μοῦφεύγει καὶἡἄλλη…
Κάνω νὰπιάσω τὴν παχειά,
μοῦφεύγει κ'ἡλυχνοῦλα,
νὰπιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦφεύγει κ'ἡξανθούλα!!!
Σἃν εἶδα μιὰμὲκαστανὰ
μαλλιά, μὲ'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ'ἡκαρδοῡλά μου
νὰγίνῃδυὸκομμάτια!
Χύνομαι καταπάνω της,
καὶστὴ'στιγμὴὁκαϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…
Τὶβλέπω!! Τὴγατοῡλά μου
τὴμαύρη, ποῡκοντά μου
'κοιμώτανε καὶμοὔτανε
ἡμόνη συντροφιά μου,
τὴν εἶχα πιάσ'ἀπ'τὸλαιμό,
καὶ'φώναζ'ἡκαϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ'ἦσαν κοιμισμένοι!
Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖκοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.
Ὡς καὶ'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸπαστίτσια!!
Ὑπομονή! κἀμμιὰφορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦφεύγουν!
Ἄχ! καστανὴἀγάπη μου,
'στὰξύπνα μ'ἂν σὲπιάσω,
ἂν σὲἀφήσ'ἀφίλητη,
σἂν τὸκουκὶνὰσκάσω!
«Έρως και γλυκίσματα»
Δὲν θέλω χρήματα,
δὲν θέλω πλοῦτο,
εἶναι μιὰψώρα
ἐλεεινή.
Ὅσῳτὴν ξύνεις
τὴν ὀργισμένη,
τόσῳσὲτρώει,
τόσῳπονεῖ.
Δὲν εἶν’ καλλίτερα
νὰλείπ’ ἡψώρα,
καὶἡφαγούρα
μ’ αὐτὴν μαζί;
Δὲν εἶν’ ὡραῖα
κἀνεὶς νὰἔχῃ,
ὅσα ἀρκοῦνε
διὰνὰζῇ;
Δὲν ἔχω αδελφαὶς
γιὰνὰ‘πανδρέψω,
ἔχω δυὸγάταις,
ἀλλὰγι’ αὐταὶς
δὲν θὰφροντίσω,
- ὥ! νὰμοῦζήσουν -
εὑρίσκουν ἄνδρα
καὶμοναχαίς.
Δὲν θέλω ἄλογα,
ἔχω ποδάργια,
αὐτὰμ’ ἀρκοῦνε,
εἶναι γερά,
καὶδὲν φοβοῦμαι,
νὰμοῦτσακίσουν
τὴν κεφαλή μου
κἀμμιὰφορά.
Δυὸμόνον ἀγαπῶ
σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο,
ἔρωτα, φίλοι
μου, καὶγλυκά,
γι’ αὐτὰθὰζήσω,
γι’ αὐτὰπεθαίνω,
τἆλλα γιὰ‘μένα
μηδενικά.
Τὸν ἔρωτ’ ἀγαπῶ,
ὄχι τὸν γάμο,
γλύκυσμα θέλω,
ὄχι κρασί,
‘π’ ἅμα τὸπίνεις
φαίνετ’ ὡραῖο,
καὶτὸπιστεύεις
τότε καὶσύ.
Μιὰὥρα ‘πέρασε,
- παναθεμάτο! -
σὲκάνει, φίλε
μου, καὶχτυπᾷς
τὴν κεφαλή σου
τοῖχο σὲτοῖχο,
καὶσὲγελοῦνε
ὅπου κι’ ἅν πᾷς.
Ἀλλὰτὸγλύκυσμα
ἀλλὰὁἕρως,
πάντα ὡραῖα
πάντα γλυκά·
γι’ αὐτὰθὰζήσω,
γι’ αὐτὰ‘πεθαίνω,
τἆλλα γιὰ‘μένα
μηδενικά.
δὲν θέλω πλοῦτο,
εἶναι μιὰψώρα
ἐλεεινή.
Ὅσῳτὴν ξύνεις
τὴν ὀργισμένη,
τόσῳσὲτρώει,
τόσῳπονεῖ.
Δὲν εἶν’ καλλίτερα
νὰλείπ’ ἡψώρα,
καὶἡφαγούρα
μ’ αὐτὴν μαζί;
Δὲν εἶν’ ὡραῖα
κἀνεὶς νὰἔχῃ,
ὅσα ἀρκοῦνε
διὰνὰζῇ;
Δὲν ἔχω αδελφαὶς
γιὰνὰ‘πανδρέψω,
ἔχω δυὸγάταις,
ἀλλὰγι’ αὐταὶς
δὲν θὰφροντίσω,
- ὥ! νὰμοῦζήσουν -
εὑρίσκουν ἄνδρα
καὶμοναχαίς.
Δὲν θέλω ἄλογα,
ἔχω ποδάργια,
αὐτὰμ’ ἀρκοῦνε,
εἶναι γερά,
καὶδὲν φοβοῦμαι,
νὰμοῦτσακίσουν
τὴν κεφαλή μου
κἀμμιὰφορά.
Δυὸμόνον ἀγαπῶ
σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο,
ἔρωτα, φίλοι
μου, καὶγλυκά,
γι’ αὐτὰθὰζήσω,
γι’ αὐτὰπεθαίνω,
τἆλλα γιὰ‘μένα
μηδενικά.
Τὸν ἔρωτ’ ἀγαπῶ,
ὄχι τὸν γάμο,
γλύκυσμα θέλω,
ὄχι κρασί,
‘π’ ἅμα τὸπίνεις
φαίνετ’ ὡραῖο,
καὶτὸπιστεύεις
τότε καὶσύ.
Μιὰὥρα ‘πέρασε,
- παναθεμάτο! -
σὲκάνει, φίλε
μου, καὶχτυπᾷς
τὴν κεφαλή σου
τοῖχο σὲτοῖχο,
καὶσὲγελοῦνε
ὅπου κι’ ἅν πᾷς.
Ἀλλὰτὸγλύκυσμα
ἀλλὰὁἕρως,
πάντα ὡραῖα
πάντα γλυκά·
γι’ αὐτὰθὰζήσω,
γι’ αὐτὰ‘πεθαίνω,
τἆλλα γιὰ‘μένα
μηδενικά.
«Τούρτας εγκώμιον»
Ὅταν ‘νοιώθω τρεῖς δεκάραις
μέσ’ ‘στὴν τσέπη μου νὰτρίζουν,
νὰχτυποῦν νὰκουδουνίζουν,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Τότε, λέγω, Ἕλλην εἶμαι
καὶἀκόμη περιμένω;
ἣἐγὼ‘στὸν τάφο ‘μπαίνω,
ἢσὺτούρτα νὰχαθῇς.
- Ἔ! παιδί μου φέρε τούρτα,
μὰκομμάτι δὰμεγάλη,
ὄχι, ὄχι αὐτὴ, τὴν ἄλλη,
ἔλα δὰκαϋμέν’ εὐθύς!!
Λοιπὸν ἦλθες, ἦλθες τούρτα;
τὸλευκό σου προσωπάκι,
τὸἀφράτο μαγουλάκι,
ἄφησέ με ν’ ἀσπασθῶ.
Ἔ! καλὴψυχὴνὰἔχης
χαϊδεμμένη μου τουρτίτσα,
σὺδὲν ‘μοιάζεις τὰκορίτσα,
ὅσο θέλω σὲφιλῶ.
Δὲν παραπονιέσαι διόλου,
οὔτε πῶς δὲν θέλεις κάνεις,
μόν’ τὴν ὄψι σου πῶς χάνεις,
τὴν ὡραία τὴν καλή.
Μπά! τί ἔπαθες! ἐχάθης;
μὴἀπ’ τὰπολλὰφιλιά μου
‘μπῆκες μέσα ‘στὴν κοιλιά μου;
ὥρα σου λοιπὸν καλή!
Σὺἐχάθηκες, ἐγ’ ὅμως
εἶμαι εὐχαριστημένος,
εἶμαι καταγλυκαμένος,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Ἕνας τούρταρος μεγάλος,
τὸΠεντελικὸἃν γείνῃ,
- ὅποιος ἀγαπᾷἄς μείνῃ -
μέσ’ σὲμιὰσπηλιὰτ’ εὐθύς,
Θὰκλεισθῶἐνόσῳζήσω,
τὴν ψυχοῦλά μου θὰσώσω,
ἀπ’ τὸν κόσμο θὰγλυτώσω,
καὶθὰγείνω ἀσκητής!
μέσ’ ‘στὴν τσέπη μου νὰτρίζουν,
νὰχτυποῦν νὰκουδουνίζουν,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Τότε, λέγω, Ἕλλην εἶμαι
καὶἀκόμη περιμένω;
ἣἐγὼ‘στὸν τάφο ‘μπαίνω,
ἢσὺτούρτα νὰχαθῇς.
- Ἔ! παιδί μου φέρε τούρτα,
μὰκομμάτι δὰμεγάλη,
ὄχι, ὄχι αὐτὴ, τὴν ἄλλη,
ἔλα δὰκαϋμέν’ εὐθύς!!
Λοιπὸν ἦλθες, ἦλθες τούρτα;
τὸλευκό σου προσωπάκι,
τὸἀφράτο μαγουλάκι,
ἄφησέ με ν’ ἀσπασθῶ.
Ἔ! καλὴψυχὴνὰἔχης
χαϊδεμμένη μου τουρτίτσα,
σὺδὲν ‘μοιάζεις τὰκορίτσα,
ὅσο θέλω σὲφιλῶ.
Δὲν παραπονιέσαι διόλου,
οὔτε πῶς δὲν θέλεις κάνεις,
μόν’ τὴν ὄψι σου πῶς χάνεις,
τὴν ὡραία τὴν καλή.
Μπά! τί ἔπαθες! ἐχάθης;
μὴἀπ’ τὰπολλὰφιλιά μου
‘μπῆκες μέσα ‘στὴν κοιλιά μου;
ὥρα σου λοιπὸν καλή!
Σὺἐχάθηκες, ἐγ’ ὅμως
εἶμαι εὐχαριστημένος,
εἶμαι καταγλυκαμένος,
πόσον εἶμαι εὐτυχής!
Ἕνας τούρταρος μεγάλος,
τὸΠεντελικὸἃν γείνῃ,
- ὅποιος ἀγαπᾷἄς μείνῃ -
μέσ’ σὲμιὰσπηλιὰτ’ εὐθύς,
Θὰκλεισθῶἐνόσῳζήσω,
τὴν ψυχοῦλά μου θὰσώσω,
ἀπ’ τὸν κόσμο θὰγλυτώσω,
καὶθὰγείνω ἀσκητής!
«Η Μυρσίνη»
Ἤθελα κ’ ἐγὼνὰκάμω
μιὰφορὰτὸν ποιητή,
καὶἀγάπησα μιὰκόρη,
ὅπως ἀγαποῦν αὐτοί.
Ἦτον ὅλο λυπημένη,
κίτρινη, ‘ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δὲν εἶχε κρέας,
ψυχὴμόνον καὶφωνή.
Τὴν ἀγάπησα, μοῦεἶπε
πῶς μὲἀγαπᾷκι’ αὐτὴ,
‘πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.
Ἔχασα τὴν ἡσυχιά μου,
ἔχασα τὰγέλοια μου,
ὅλο καὶπαραπατοῦσα,
κούναγα τὰχέργια μου,
Μέσ’ ‘στὸδρόμο τραγουδοῦσα,
μοὔφευγαν τὰλόγια μου,
ἔσκυβα τὴν κεφαλή μου,
‘στράβονα τὰπόδια μου.
Ὅποιος μ’ ἔβλεπε ‘στὸδρόμο,
παραμέριζε εὐθύς,
κ’ ἔλεγε, αὐτὸς θὰἦναι,
ἢτρελλός, ἢποιητής.
Καιρὸεἶχα τὴν Μυρσίνη
νὰἰδῶ, ‘στὴΜουσικὴ
ἔξαφν’ ἔξαφνα τὴν βλέπω,
μὰδιαφορετική.
Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρὴκαὶπεταχτὴ,
ἔτριψα τὰ‘μάτια κ’ εἶπα,
ἡΜυρσίνη νἆν’ αὐτή;
Πότε μ’ ἕναν ὁμιλάει,
πότε ἄλλον χαιρετᾷ,
σ’ ἄλλον τὸμανδύλι ‘βγάζει,
ἄλλον βλέπει καὶγελᾷ...
Ἔκανε πῶς δὲν μὲ‘ξέρει,
μήπως ἄλλαξα κ’ ἐγὼ
καὶδὲν μὲγνωρίζει πλέον;
δὲν εἰξεύρω τί νὰ‘πῶ!!
Μιὰἡμέρα τὴν εὑρίσκω
σ’ ἕνα σπίτι μοναχή,
- ἔλα νὰσοῦ‘πῶΜυρσίνη,
τί κατάστασ’ εἶν’ αὐτή;
Γέλασε, κι’ ἀφοῦμοῦκάνει
μιὰμετάνοια εὐγενικὴ,
χωρὶς νὰμοῦεἴπῃλέξι,
φεύγει, καὶμ’ ἀφίνει ‘κεῖ!
Τἄχασα ἀπ’ τὴ‘ντροπή μου,
νὰμὲπάρῃγιὰκουτό!
νὰγελάσῃκαὶνὰφύγῃ,
νὰμ’ ἀφήσῃμοναχό!!
Ἔσπασα τὴν κεφαλή μου,
κ’ ἐκοπίασα πολύ,
γιὰνὰεὕρω αὐτὸς ὁτρόπος
τῆς Μυρσίνης τί δηλοῖ.
Ηὗρα ὅτι ἔχει δίκῃο
ἡΜυρσίνη, καὶπολύ,
καὶτὰγέλοια της πῶς ἦσαν
μιὰὡραία συμβουλή.
«Παιχνιδάκια θέλει ὁἔρως,
ὅπως ὅλα τὰπαιδιά,
καὶγι’ αὐτὸδὲν θὰγεράσῃ,
ἔχει ἀνοιχτὴκαρδιά,
Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλοια καὶχαραὶς,
ὄχι στεναγμοὺς καὶδάκρυα,
κι’ ὁμιλίαις λυπηραίς!
Οὔτε στέκει ‘ς ἕνα μέρος,
πότε τρέχει καὶπηδᾷ,
ἄλλοτε ἐδῶκυλιέται,
πότε χώνεται ‘κεῖδά.»
Κ’ ἐγὼτόρα τὴν καρδιά μου,
μὲτὴν συμβουλὴαὐτὴ,
πεταλοῦδα θὰτὴν κάμω,
πεταλοῦδα πεταχτή.
Πότε ν’ ἀγαπᾷτοὺς κρίνους,
πότε τῂς τριανταφυλλιαὶς,
πότε νὰπετᾷ‘στὰφούλια,
πότε ‘στῂς γαρουφαλιαίς.
Ἀγαπῶκαὶτῂς ἀφράταις,
ἀγαπῶκαὶτῂς λιγναίς,
θέλω τῂς ξανθαὶς τῂς ἄσπραις,
θέλω τῂς μελαχροιναίς.
Ηὗρα καὶτὴν ἡσυχιά μου,
ηὗρα καὶτὰγέλοια μου,
δὲν παραπατάω πλέον,
δὲν κουνῶτὰχέργια μου,
Ἴσια στέκ’ ἡκεφαλή μου,
ἴσια καὶτὰπόδια μου,
‘ξέρω ποῦνὰτραγουδήσω,
καὶμετρῶτὰλόγια μου·
Οὔτε ποιητὴμὲλένε,
οὔτε καὶτρελλὸμαζί,
ἡΜυρσίνη ἡκαϋμένη,
ἡΜυρσίνη μου νὰζῇ.
μιὰφορὰτὸν ποιητή,
καὶἀγάπησα μιὰκόρη,
ὅπως ἀγαποῦν αὐτοί.
Ἦτον ὅλο λυπημένη,
κίτρινη, ‘ψηλή, λυχνή,
σκελετός, δὲν εἶχε κρέας,
ψυχὴμόνον καὶφωνή.
Τὴν ἀγάπησα, μοῦεἶπε
πῶς μὲἀγαπᾷκι’ αὐτὴ,
‘πίστευσα γυναίκας λόγια,
κουταμάρα διαλεχτή.
Ἔχασα τὴν ἡσυχιά μου,
ἔχασα τὰγέλοια μου,
ὅλο καὶπαραπατοῦσα,
κούναγα τὰχέργια μου,
Μέσ’ ‘στὸδρόμο τραγουδοῦσα,
μοὔφευγαν τὰλόγια μου,
ἔσκυβα τὴν κεφαλή μου,
‘στράβονα τὰπόδια μου.
Ὅποιος μ’ ἔβλεπε ‘στὸδρόμο,
παραμέριζε εὐθύς,
κ’ ἔλεγε, αὐτὸς θὰἦναι,
ἢτρελλός, ἢποιητής.
Καιρὸεἶχα τὴν Μυρσίνη
νὰἰδῶ, ‘στὴΜουσικὴ
ἔξαφν’ ἔξαφνα τὴν βλέπω,
μὰδιαφορετική.
Κατασπροκοκκινισμένη,
ζωηρὴκαὶπεταχτὴ,
ἔτριψα τὰ‘μάτια κ’ εἶπα,
ἡΜυρσίνη νἆν’ αὐτή;
Πότε μ’ ἕναν ὁμιλάει,
πότε ἄλλον χαιρετᾷ,
σ’ ἄλλον τὸμανδύλι ‘βγάζει,
ἄλλον βλέπει καὶγελᾷ...
Ἔκανε πῶς δὲν μὲ‘ξέρει,
μήπως ἄλλαξα κ’ ἐγὼ
καὶδὲν μὲγνωρίζει πλέον;
δὲν εἰξεύρω τί νὰ‘πῶ!!
Μιὰἡμέρα τὴν εὑρίσκω
σ’ ἕνα σπίτι μοναχή,
- ἔλα νὰσοῦ‘πῶΜυρσίνη,
τί κατάστασ’ εἶν’ αὐτή;
Γέλασε, κι’ ἀφοῦμοῦκάνει
μιὰμετάνοια εὐγενικὴ,
χωρὶς νὰμοῦεἴπῃλέξι,
φεύγει, καὶμ’ ἀφίνει ‘κεῖ!
Τἄχασα ἀπ’ τὴ‘ντροπή μου,
νὰμὲπάρῃγιὰκουτό!
νὰγελάσῃκαὶνὰφύγῃ,
νὰμ’ ἀφήσῃμοναχό!!
Ἔσπασα τὴν κεφαλή μου,
κ’ ἐκοπίασα πολύ,
γιὰνὰεὕρω αὐτὸς ὁτρόπος
τῆς Μυρσίνης τί δηλοῖ.
Ηὗρα ὅτι ἔχει δίκῃο
ἡΜυρσίνη, καὶπολύ,
καὶτὰγέλοια της πῶς ἦσαν
μιὰὡραία συμβουλή.
«Παιχνιδάκια θέλει ὁἔρως,
ὅπως ὅλα τὰπαιδιά,
καὶγι’ αὐτὸδὲν θὰγεράσῃ,
ἔχει ἀνοιχτὴκαρδιά,
Θέλει θέλει τραγουδάκια
θέλει γέλοια καὶχαραὶς,
ὄχι στεναγμοὺς καὶδάκρυα,
κι’ ὁμιλίαις λυπηραίς!
Οὔτε στέκει ‘ς ἕνα μέρος,
πότε τρέχει καὶπηδᾷ,
ἄλλοτε ἐδῶκυλιέται,
πότε χώνεται ‘κεῖδά.»
Κ’ ἐγὼτόρα τὴν καρδιά μου,
μὲτὴν συμβουλὴαὐτὴ,
πεταλοῦδα θὰτὴν κάμω,
πεταλοῦδα πεταχτή.
Πότε ν’ ἀγαπᾷτοὺς κρίνους,
πότε τῂς τριανταφυλλιαὶς,
πότε νὰπετᾷ‘στὰφούλια,
πότε ‘στῂς γαρουφαλιαίς.
Ἀγαπῶκαὶτῂς ἀφράταις,
ἀγαπῶκαὶτῂς λιγναίς,
θέλω τῂς ξανθαὶς τῂς ἄσπραις,
θέλω τῂς μελαχροιναίς.
Ηὗρα καὶτὴν ἡσυχιά μου,
ηὗρα καὶτὰγέλοια μου,
δὲν παραπατάω πλέον,
δὲν κουνῶτὰχέργια μου,
Ἴσια στέκ’ ἡκεφαλή μου,
ἴσια καὶτὰπόδια μου,
‘ξέρω ποῦνὰτραγουδήσω,
καὶμετρῶτὰλόγια μου·
Οὔτε ποιητὴμὲλένε,
οὔτε καὶτρελλὸμαζί,
ἡΜυρσίνη ἡκαϋμένη,
ἡΜυρσίνη μου νὰζῇ.