Πριν σε αγαπήσω, τίποτα δεν ήταν
δικό μου: όλο βολόδερνα στους δρόμους:
τίποτα αξία κι όνομα δεν είχε:
έλπιζε ο κόσμος μόνο στον αέρα.
Είχα γνωρίσει σταχτερά σαλόνια,
τούνελ κατοικημένα απ'το φεγγάρι,
στέγαστρα άπονα που αποχαιρετιόνταν,
ερωτήσεις που επέμεναν στην άμμο.
Βουβά ήταν όλα, πεθαμένα κι άδεια,
πεσμένα, ξεπεσμένα κι αφημένα,
ή όταν αναπαλλοτρίωτα όλα ξένα,
όλα ήταν κανενός κι όλα των άλλων,
ώσπου η φτώχεια σου κι η ομορφιά σου
γέμισαν το φθινόπωρο με δώρα.