Μάνα! - Δε βρίσκεται
λέξη καμμία
νάχη στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιός να σ'άκουσε
με στήθος κρύο.
Όνομα θείο;
Παιδί από σπάργανα
ζωμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ'αγκαλιάζει
και, μάνα, κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης,
πέφτει στ'αγνώριστα
βρόχια τα’ απάτης,
και, αναστενάζοντας,
μάνα μου! λέει,
μάνα! και κλαίει.
Της νειότης φεύγουνε
τ’ άνθια κ’ η χάρη·
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ως που στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καϋμένος.
Και, πριν την ύστερη
πνοή του στείλη,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το – Μάνα μου! -
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.